Ο πανδαμάτωρ, σε όλους τους καιρούς ο δεξιοτέχνης
εισχωρεί μέχρι αυτά τα λόγια – το κόκαλο.
Κάθε γραμμή στο έλεός του, κάθε στιγμή στη γραμμή
στην ουρά, αγκομαχούν για μια θέση, έστω όρθιοι.
Ο πανδαμάτωρ συγκατανεύει, σχεδόν τρέχει μαζί τους
τους πιάνει απ’ το σφυγμό, μουντζουρώνει τα πρόσωπα
στα σώματα τέλος κρέμεται σαν κουρέλι.
Ο παναδαμάτωρ, αυτός ο ίδιος, ο προαιώνιος φόβος.