Πάλι μεσάνυχτα σε σιγοπίνω σκέψη.
Ξημερώνει 17 Νοέμβρη.
Ένας αδέσποτος κρότος διασχίζει το δρόμο
ανυψώνεται ζητεί άσυλο.
Θα του ανοίξεις μυαλό;
Κοιτάζω από τα εύλογα παράθυρα
μήπως λυθούν οι απορίες.
Αιώνια ψάχνω το νόημα.
Τα φώτα η κίνηση πασίγνωστα
μα τόσο αδύναμα ν’ αποκαλύψουν
την πηγή του αναπάντεχου.
Μάλλον η εξάτμιση μιας μηχανής
σε ύφος άγρυπνης στιγμής
ήταν σαν χτύπημα τρομοκρατών.
Το ξέρω, γρήγορα θα πτοηθώ να βλέπω
ν’ απαιτώ για όλα εξηγήσεις.
Δεν είναι πάντα ζητούμενο οι απαντήσεις.
Και η τροχιά μας σ’ ένα σχήμα εννοιών
όπου όλα τετραγωνισμένα
ακόμα και τα σύμβολα
γίνεται φαύλος κύκλος.
Κι όμως υπάρχουμε για να θέτουμε ερωτήματα.
Καμιά φιλήσυχη τάξη δεν παραμονεύει.
Μηχανικά βλέπω τις φωτεινές επιγραφές.
Δεν υπαινίσσονται. Απρόκλητα λένε
Μη φοβάσαι την επιθυμία.
Παράξενο, τρέμω και ας μη φυσάει.
μπροστά σε ό,τι ενεδρεύει.
Φαίνεται σχεδόν αφύσικο να νιώσω
τι ’ναι αυθεντικό και μου ανήκει
ώστε πια να μην το πολεμάω.
Κανονικά χρειαζόταν ψυχρό αεράκι
αφού το φθινόπωρο περασμένο
και σ’ αυτή την ιστορία
όπως τότε το ’73.
Άκου κανονικά. Τι εύρημα.
Ευτυχώς οι εξαιρέσεις μάς προσγειώνουν στο αυτονόητο:
Ποια ομαλότητα διασπά τις ιδέες
όταν πρόκειται να εκραγούν.
Αλήθεια, πώς γεννιέται μια ιδέα ή μια ιστορία;
Άραγε υπήρξα το μακάριο παιδί που θυμάμαι
ή μήπως είναι κι αυτό εφεύρημα;
Παραείμαστε τρυφεροί με την ανάμνηση
κι εκείνη μεγεθύνει το ασήμαντο.
Από μια πλευρά πολύ σοφά.
Καθεμία εποχή περιμένει δικαίωση.
Και όταν ο χρόνος μοιάζει χαμένος
ζητά συχνά ψευτοεδραίωση.
Να τος πάλι, διψά γι’ αναμετρήσεις ο έρημος χρόνος.
Ποτέ δεν είχε για μένα ή για σας άλλο τρόπο.
Άλλη ματιά να στρέψει στη φύση
και άλλη στο δικό μας ανώτερο ίσκιο.
Μια και όλα είναι ρίσκο αψηφώ τις συγκρίσεις.
Στο τέλος δεν απομένει παρά το αίσθημα, μια αίσθηση
μια πτυχή που έδωσε το βλέμμα στα πράγματα
και τ’ αποκαλούσαμε δεδομένα.
Δικά μας σχεδόν.
Μια τελευταία εικόνα σαν εισπνοή
πριν ξαναβρεθώ στην πεζή πολυθρόνα.
«Πόση ώρα ταξιδεύεις στο χρόνο;»
σαρκάζουν τα ξέφρενα δευτερόλεπτα.
Όποτε βλέπω καθαρά
διακρίνω στα βαθιά μου νερά ένα είδωλο.
Είτε συμβολίζει μια ιδεολογία είτε τον έρωτα
με καταδιώκει σαν τύψη απρόβλεπτα
κι επιδιώκει το θρίαμβο στην ψυχή.
Δεν τη φοβάται κι ας είναι παντοδύναμη.
Κι εσύ ψυχή σαν τον Οιδίποδα τυφλά
στρέφεσαι στο είδωλο, αυτή τη Σφίγγα.
Είναι μια ύλη αστρική, πεπρωμένη
και μ’ αινίγματα οπλισμένη.
Και κάθε θνητός δεσμώτης.
Ως πότε;
Με την κραυγή «Δεν υπάρχεις!»
θα μπορούσε κανείς να τη σκοτώσει.
Να ελευθερωθεί.
Μα οι λέξεις δεν είναι παίξε γέλασε.
Κι ίσως ελευθερία δεν είναι η άνοδος στο φως
αλλά μια κάθοδος στο πιο κυτταρικό σκοτάδι.
Όσο για τη γνώση μοιάζει κάποτε ονειρική.
Τυχεροί που είμαστε.
Τα όνειρα προκαλούν κάθε τυχόν ερμηνεία.
Και η ζωή στηρίζεται σε υποθέσεις
για να γίνει διαρκής αφετηρία.
Ερμηνείες, υποθέσεις, αινίγματα.
Αυτό είμαστε λοιπόν
ένα άπληστο πεδίο.
Κοινοί θνητοί μα ικανοί να βιώνουμε τα πάντα.
Κι όμως δεν πρόκειται για δράμα
αλλά για μια μάσκα κωμικά φτιαγμένη.
Κακά τα ψέματα. Φτάνοντας στο αμήν1
μπορεί και να πάρουμε το ύφος τυράννων.
Βλέπεις, κάθε ύπαρξη δείχνει σπουδαία
αν με λίγη μαεστρία ξαφνικά κατορθωμένη.
Ώστε όλα είναι στο χέρι μας.
Αυτή η φρίκη τι φορτίο.
Η φρίκη και η τυραννία
μ’ εκτοξεύουν στο ’73.
Σε μια σφαίρα εξωπραγματική
όσο και οι εθνικές επέτειοι.
Είμαι δέκα χρονώ εκείνο το Νοέμβρη.
Σαν παραμύθι τέσσερις στίχοι:
1. «Δεν μπορείς να γράψεις ποίηση άμα δε φτάσεις πρώτα στο αμήν», Ezra Pound.
Παπαδόπουλε φασίστα
πάρ’ τη Δέσποινα την πλύστρα
πάρ’ τη Δέσποινα και μπρος
δε σε θέλει ο λαός.
«Όταν έτσι τραγουδάς, το άπειρο χωράει στο νου
και οι πύλες του ανέφικτου μπορεί να πέσουν.
Οι Συνταγματάρχες πώς θα μπορέσουν
με τις ερπύστριες ν’ αλλάξουν τον ρου;
Ένα μόνο μην ξεχνάς μικρέ.
Γεννιόμαστε για να πετάμε
και όλο μηχανευόμαστε φτερά».
Αυτές οι μνήμες χαρίζουν ευεξία.
Αν και δε βάζω το χέρι στη φωτιά
πως μου είπες ποτέ τέτοια λόγια.
Έτσι κι αλλιώς πραγματικό είναι ό,τι αναζητούμε.
Κι εκείνη την εποχή –ή μήπως κάθε χρονική στιγμή;–
ποιος μπορούσε ποιος μπορεί
να βλέπει την πραγματικότητα γυμνή.
Μια οπτική σαν τη δήλωση του Ποιητή:
Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει.
Είναι εθνική επιταγή.2
Μετά το Πολυτεχνείο είσαι παράνομος.
Σε θυμάμαι κλεισμένο στο άλλο δωμάτιο.
Ο Ιωαννίδης να πλανιέται σαν μολυσμένος αέρας.
Άραγε θα μπει και σπίτι μας;
Οι ώρες τα βράδια ηχούν με Ντόιτσε Βέλε.
Είναι παράδοξο
η προσδοκία ξαναζεί από τη Γερμανία
όχι ο θάνατος3.
Και τα Ες Ες πώς άλλαξαν όνομα και στολές.
Έγιναν ΕΑΤ/ ΕΣΑ και είναι δικά μας παιδιά.
Είμαστε λοιπόν όλοι Ναζί;
2. Απόσπασμα από την περίφημη δήλωση που έκανε ο Γιώργος Σεφέρης ενάντια στη Χούντα στις 29 Μαρτίου του 1969.
3. «Ο θάνατος είναι ένας μάστορας από τη Γερμανία», Paul Celan, «Φούγκα του Θανάτου», μετ. Αντώνης Τριφύλλης, εκδ. Πλέθρον, 1983.
Το μέλλον είναι αόρατο. Ολόιδιο με το νέο δικτάτορα.
Σαν τις δυο μέρες στο πρώτο σου κρησφύγετο
θα μείνει κι ο ορίζοντας κλειστός;
Όχι, σε λίγους μήνες θα μιλάμε απογειωμένοι.
Οι φοιτητές με λέξεις ομηρικές μεγεθυσμένοι
Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία
σαν να σμίλεψαν συνειδήσεις.
Μα πρώτα ζήτησαν ουρανό
όσοι προχωρούν στα σκοτεινά.
Τους είπανε ήρωες4 και το ξεχνάμε.
Τι να σημαίνει και ποιοι είναι ήρωες.
Πόσοι δέχονται τη ζωή σαν πρόβλημα;
Έχουμε βάρος ειδικό και αναγκαιότητα
ή μας ορίζει μια στυγνή τυχαιότητα;
Έτσι, δεν κρύβω θαυμασμό για τον απρόσωπο λαό.
Όποιος έχει στα σπλάχνα χαλασμό5 και ουσία
μεταμορφώνει την ωμότητα.
Στη γη αποτυπώνει ένα πρόσωπο έναστρο.
4. «Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά», Γιώργος Σεφέρης, «Τελευταίος Σταθμός», Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β’.
5. «Νιώθω για σε, πατρίδα μου, στα σπλάχνα χαλασμό», Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, «Η προς την Πατρίδα αγάπη μου».
Κι έχει σημασία στα Επίκαιρα της εποχής
αλλοτινής κι αυριανής
όταν διακρίνεις τον ίδιο λαό6
να δοξολογεί κάθε Παττακό.
Η γνωστή παλιά ιστορία.
Δεν αλλάζουν μόνο οι σκοτεινές εποχές προσωπεία.
Σαν χτες ο ναζισμός και ο φασισμός.
Σήμερα, αλήθεια, ποιος;
Τότε αγνοούσα τη διαλεκτική.
Ούτε καν σκεφτόμουν το δώρο για τα Χριστούγεννα
ένα θρυλικό ζευγάρι γάντια τερματοφύλακα.
Αν και μικρός, είχα του Αχιλλέα την μήνι.
Ναι Τάσο Μήνη πώς ήθελα να μ’ έχεις φύλακα
σ’ ένα ντέρμπι ζωής και θανάτου.
Γιατί παιχνίδι μού φαινόταν ο αγώνας σου.
6. «Φοβάμαι / τους ανθρώπους που εφτά χρόνια / έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι / και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου– / βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας / “Δώστε τη Χούντα στο λαό…” […] / Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους. / Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο», Μανόλης Αναγνωστάκης, ποίημα γραμμένο το Νοέμβρη του 1983 που δημοσιεύτηκε στην Αυγή.
Πόσο μοιάζει μ’ ευλογία
να νιώθεις στο πετσί την αδικία.
Και με πείσμα παιδικό ν’ αγωνιάς
αν θα μιλήσεις κάποτε καθαρά
εάν θα ζήσεις ποτέ ξάστερα.
Στην πολυθρόνα μου ξανά και όλα μοιάζουν πολύπλοκα
γιατί δεν είμαι πια δέκα χρονώ.
Τίποτα δεν είναι ανώδυνο
αν θες να ζεις με λογισμό και μ’ όνειρο7.
Στην τηλεόραση τώρα βουλιάζω σε σφαγές
και αθάνατες διαφημίσεις.
Αλλάζω ναρκωμένος τα κανάλια.
Καθόλου ήχος. Μόνο εικόνες.
Και συγκίνηση καμία.
Ασφαλώς έχουν δίκιο όσοι λένε
πως μια εικόνα αξίζει χίλιες λέξεις.
Όμως να, χίλιες εικόνες οδηγούν σε αφασία.
7. Διονύσιος Σολωμός, Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχεδίασμα Γ΄, 1.
Τι ν’ απέγιναν εκείνα τα γάντια και τα οράματα;
Στις μέρες μας είναι κρυπτογραφικός κάθε σκοπός.
Κάποτε ο εχθρός είχε τουλάχιστον όνομα.
Έστω κι αόρατος έδινε στόχο.
Τι άστοχη εξήγηση.
Αν όλα τόσο πρόθυμα τα δικαιολογώ
στο τέλος θ’ απομείνω χωρίς εαυτό.
Είναι σαν αλήθεια στο χρόνο γραμμένη
ελεύθεροι να ζούμε πολιορκημένοι
μια και στοχεύουμε το άγνωστο.
Και είναι φυσικά κοινό μυστικό.
Ψηλά το φως ακμάζει
αλλά και το χαμηλό σκοτάδι
γιατί δεν είναι δύσκολο να καταπέσεις.
Μα τι με νοιάζει.
Καιρός για καμιά αυταπάτη.
Στο τίποτα δεν πρόκειται να ενδώσω.
Θ’ ανυψωθώ κι ας σαρωθώ.
Ας είναι το φως.
Ας είναι το σκοτάδι.
Ας είναι κάτι.