Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: Ομιλία για την ποιητική συλλογή Αναπάντητες

Ομιλία της Κατερίνας Αγγελάκη- Ρουκ για την ποιητική συλλογή Αναπάντητες στο βιβλιοπωλείο Επί Λέξει στις 11.11.2016

Αρχίζεις να διαβάζεις την πρώτη ενότητα των ποιημάτων: «Προς Θερμοπύλες» και νομίζεις ότι ο ποιητής δίνει οδηγίες προς τους ναυτιλλομένους στο ταξίδι προς το θάνατο. Μας λέει, μάλιστα, και τι θα πρέπει να περιέχουν οι αποσκευές μας. «Καθόλου βάρη αναγκαία στον πρόσκαιρο βίο. / Αλλά βαρύτητα. Δεόντως βαρύτητα». Στη συνέχεια, συστήνει και μερικά αντιβιοτικά: το αίμα, τη σκέψη: «Σκέφτομαι δυνατά: / Με το αίμα διανύουμε κάθε μας πίστη. / Και όσο σκέφτομαι, από κάπου μακριά φυσάει». Και το δίκιο. «Σε πνίγει το άδικο κι αίφνης εξεγείρεσαι. / Κι όταν πρωτίστως διεγείρεσαι, τότε υπάρχεις».

Ψάχνεις στη ζωή έννοιες σημαντικές για να κρατηθείς και τελικά «όλα γρίφος καταλήγουν τ’ αναγκαία». Αλλά εμείς «Τα δεδομένα αψηφούμε κι επιζούμε».

Η ενότητα «Αναπάντητες» επικεντρώνεται στον Άνθρωπο και βέβαια κυριαρχεί το πάθος: «δίνει κανείς τροφή στα πάθη / για να μη γίνεται βορά». Το πάθος είναι συνώνυμο του σώματος. «Αυτό είναι το σώμα. / Άλλοτε με ναι, κάποτε με όχι / σκοτώνει τις επιθυμίες / κάποτε αληθείς, άλλοτε ψευδείς». Το πάθος είναι επικίνδυνο γιατί συχνά μεταμφιέζει την αλήθεια για να είναι αυτό που θα επικρατήσει. Αλλά είναι και ευλογία αν πέσει στο σωστό σώμα, γιατί τελικά το σώμα είναι αυτό που διευθύνει την ύπαρξή μας. Ο άνθρωπος όμως, τελευταία, τείνει να υποτάσσεται στις διαφημίσεις για εφικτά μεγαλεία και σε ομορφιές με «οικεία χαρακτηριστικά. / Πώς θα μπορούσα αλλιώς να τη θαυμάζω».

Στη συνέχεια ο ποιητής στρέφεται στα αρνητικά στοιχεία της σύγχρονης ανθρώπινης ψυχολογίας, γιατί: «Βλέπεις, απελπιστικά ξεχάσαμε το βάθος./ Αυτό που ήθελα να έχω. Να έχεις». Η ειρωνεία δεν λείπει. «Τι κωμωδία κι αυτή. / Με άγνωστα ιδίως σώματα / σε κάθε είδους συνευρέσεις / να βρίσκουμε ξεκάθαρη ζωή». Γιατί δυστυχώς: «Είμαστε, βλέπεις, πεπεισμένοι / πως έχουμε ανώτερη ζωή / όταν απηχεί τις ενδείξεις μιας άλλης». Η ενότητα αυτή καταλήγει: «Ψέμα, σύντροφοι. Δεν είμαστε ελεύθεροι».

Η επόμενη ενότητα λέγεται MOVIES και παρουσιάζει τον κόσμο όπως εμφανίζεται στην οθόνη, πράγμα που υπονοεί πως έτσι έχει καταντήσει η ζωή μας, μια παράσταση. Αλλά εμείς ξέρουμε πως: «Ποτέ κανείς δεν είναι / όσα βλέπουν οι άλλοι, όσα κι αν δουν». Απ’ τη μια σκηνή στην άλλη γίνεται όλο και πιο αισθητή η αδυναμία της εικόνας να δείξει τη βαθειά πραγματικότητα «το ψυχόδραμα [που] παίζεται εδώ».

Η επόμενη ενότητα έχει τον τίτλο «Ζωή σε τιμή γνωριμίας». Εδώ τα ποιήματα εμπνέονται από παγκόσμια αστέρια της λογοτεχνίας και της διανόησης όπως ο Fernando Pessoa, ο Ludwig Wittgenstein και ο John Banville. Εμπνέεται ο ποιητής δεν σημαίνει ότι ταυτίζεται. Απλά σκάβει το συγκεκριμένο χωράφι, που τον εμπνέει, σε βάθος κι εκεί βρίσκει τις δικές του αλήθειες, «σαν Λότους η ψυχή να προσπεράσει / την προσμονή, την εμμονή αυτή / να ζούμε ανώδυνα». Ή «Βλέπεις, ό,τι είναι αλλιώτικο θαμπώνει / μα δεν οδηγεί αυτομάτως πουθενά».

Η τελευταία ενότητα «Νεκρή φύση» είναι ένας διάλογος του ανθρώπου με τη φύση. Συνομιλούν για να ξεκαθαρίσουν πώς αλληλοαντικρίζονται. Βρήκανε μια γλώσσα κοινής αποδοχής που δεν σημαίνει και κατανόηση.

Και το σωτήριο χιούμορ πάντα: «Σε τι θολά νερά , φίλε, ταξιδεύουν οι λέξεις. Γι’ αυτό τα κάνουμε θάλασσα». Ναι, πραγματικά, οι λέξεις είναι πανίσχυρες για μας τους ανθρώπους, αλλά ακατανόητες για τη φύση. Εκτός εάν ο άνθρωπος κατορθώσει με τις λέξεις να πλησιάσει τα πλάσματα της φύσης: τη θάλασσα, το κυπαρίσσι, τη λεύκα, τον κέδρο.

Έτσι θα ζούμε με τη φύση τον πιο πολύτιμο σύντροφο και θ’ αφήσουμε κατά μέρος τις μεταφυσικές απορίες για την ύπαρξή της, την ύπαρξή μας. Άλλωστε όλοι ξέρουμε ότι όλες αυτές οι ερωτήσεις θα είναι για πάντα αναπάντητες.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Η κυρία Ζωζώ Σαπουντζάκη

Θανάση Θ. Νιάρχου
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στα Νέα, Παρασκευή 07 Ιανουαρίου 2011

Οσοι αγαπάνε το θέαµα και δεν έχουν προκαταλήψεις (είτε πρόκειται για αρχαία τραγωδία, είτε για σύγχρονο έργο, είτε για επιθεώρηση και σόου) ανακαλύπτουν πράγµατα σε καλλιτέχνες που τους συγκινούν βαθύτατα, µε όλες τις φαινοµενικές ή πραγµατικές τους διαφορές. Ακόµη κι αν δεν είχαµε ακούσει και διαβάσει την τροµερή κι αλησµόνητη αποστροφή του Γιάννη Τσαρούχη «Αγαπώ τη Μαρία Κάλλας και τη Σωτηρία Μπέλλου και δεν αισθάνοµαι καθόλου διχασµένος γι’ αυτό», η πρόσφατη παρουσία της κυρίας Ζωζώς Σαπουντζάκη στο «Αγγέλων Βήµα» θα ήταν µιας πρώτης τάξεως ευκαιρία ώστε να αποενοχοποιηθεί κανείς απέναντι σ’ ένα θέαµα που τον ήθελε, έως τώρα, επιφυλακτικό, δύστροπο, ακόµη και απορριπτικό.

Ξέρετε ποιο ήταν το αγαπηµένο θέαµα του φιλοσόφου και πολιτικού, του σπουδαγµένου στη Χαϊδελβέργη Κωνσταντίνου Τσάτσου στην τηλεόραση τη δεκαετία του ‘70 ή του ‘80; «Η γειτονιά µας». Κατά τη γνώµη µας, η αδυναµία του αυτή δεν του αφαιρούσε τίποτε απολύτως, αντίθετα του πρόσθετε. ∆εν θα το οµολογούσε βέβαια ποτέ δηµόσια, αλλά αν σκεφθεί κανείς ότι όπως το δηµόσιο γίνεται, χωρίς τύψεις, ιδιωτικό, γιατί σε µια αληθινά χειραφετηµένη κοινωνία να µην ισχύει και το ακριβώς αντίθετο; Θα λυτρώνονταν σε σχέση µε φόβους, συµπλέγµατα, σοβαροφάνειες πολλοί που κουνάνε τη σηµαία της «ποιότητας» και της ειλικρίνειας ενώ κρύβονται όσον αφορά πράγµατα που ειλικρινά τους ευχαριστούν και τους θέλγουν.

Με το χέρι λοιπόν στην καρδιά, η κυρία Ζωζώ Σαπουντζάκη που µετράει δεκαετίες στον χώρο του θεάµατος (όσο κι αν τα κείµεναπου λέει γενικά χωλαίνουν) προσφέρει µιαν όαση ρυθµού, ακρίβειας, χάρης, ευγένειας, ζωντάνιας ως ένα κεφάτο αυτοσχεδιαστικό πυροτέχνηµα. Μόνον καλλιτέχνης βαθιά σοβαρός και υπεύθυνος µπορεί να σχεδιάσει και να εκτελέσει µε τόση παραληρηµατική ευφροσύνη και, ταυτόχρονα, εγκράτεια ένα «υλικό» τραγουδιών που παντρεύει ρεµπέτες, Σουγιούλ, Χατζιδάκι, Νικολακοπούλου, Κραουνάκη. Αλλά και µε ένα ανώτερο πνευµατικό ήθος (όπως ακριβώς γράφεται, χωρίς καµιά υπερβολή), όταν ενώ περνάει στο «Χάρτινο το φεγγαράκι» το γυµνό ώς εκείνη την ώρα πόδι της,µε συστολή το σκεπάζει. Αν ήξερε ο καθένας µας στον τόπο αυτό τι ακριβώς πουλάει, τα πράγµατα θα ήταν πολύ καλύτερα για όλους µας.

∆εν θα είχαµε «σωτήρες» πολιτικούς, «µη µου άπτου» διανοούµενους, κληρικούς που λογαριάζουν, αντί γιατην εκκλησία, τηντηλεόραση ως το φυσικό τους βήµα.

Το να δεις στο θέατρο έναν δισταγµό της Ρένης Πιττακή ή της Μάγιας Λυµπεροπούλου, σύµφωνα µε το έργο που παίζουν ή µ’ έναν προσωπικό κώδικα υποκριτικής, είναι κάτι σπουδαίο. Αλλά να διακρίνεις τον δισταγµό αυτό σε µια γυναίκα συνδυασµένη µε το κέφι και το γλέντι, ο δισταγµός γίνεται ακόµη αποκαλυπτικότερος. Κι επιτέλους, όπως λέει και η φίλη µας ηΒασιλική, το να πάλλεται µια γυναίκαπου σύµφωνα µε αυτά που έχει ζήσειθα έπρεπε να περνάει την τέταρτη βαριά κατάθλιψη είναι οπωσδήποτε κάτι. Θέλω να πω ότι τα «εργαλεία» ενός καλλιτέχνη, σε όποιο είδος και να δουλεύονται, όταν αποκτούν την πατίνα του χρόνου γίνονται τρόπος ερµηνείας του κόσµου.

Να κλείσουµε µ’ ένα «µυστικό»: η κυρία Ζωζώ Σαπουντζάκη φαίνεται στη σκηνή µια γυναίκα θεόρατη ενώ στη ζωή θα την έλεγες µάλλον µικρόσωµη. Χωρίς να θεωρηθώ βέβηλος ή ιερόσυλος, θυµάµαι τον πατέρα Βασίλειο στην Ιβήρων (µάρτυράς µου ο Σταµάτης Φασουλής) που, ενώ ευλογούσε τους λαϊκούς και τους µοναχούς, η βαθιά συγκεντρωµένη έκφραση του προσώπου του είχε διπλασιάσει σχεδόν το µέγεθός του σε βαθµό που να µην τον αναγνωρίσουµε, να νοµίσουµε ότι είναι ένας άλλος.

Οταν κάτι πυκνώνει µέσα µας, φαίνεται να µεταµορφώνεται ακόµη και το παράστηµά µας.

Η αλλαγή αυτή δεν είναι προνόµιο κανενός, την διεκδικούν εξίσου όλοι. Ενας Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας, ο πατέρας Βασίλειος, η Γυναίκα της Πάτρας, η κυρία Ζωζώ Σαπουντζάκη. Ισως µάλιστα οι δύο τελευταίες ακόµη περισσότερο σε σχέσηµε τον πατέρα Βασίλειο και τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας.

Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη».

Ζωζώ Σαπουντζάκη, η αεικίνητη κι αειθαλής “θεά της νύχτας”

από τον θεατρολόγο Κωνσταντίνο Β. Μπούρα

Με πήγαν φίλοι ποιητές να δω ένα φαινόμενο επί σκηνής. Σπεύδω να σας ενημερώσω ότι δεν είμαι άνθρωπος της νύχτας κι ότι αν δεν κοιμηθώ τα μεσάνυχτα την επόμενη μέρα σέρνομαι… Τους ακολούθησα όμως στη μουσική σκηνή των “Αγγέλων Βήμα” κι εκεί διαπίστωσα ότι άλλοι διανοούμενοι κι άνθρωποι από το χώρο του “ποιοτικoύ” λεγόμενου θεάτρου μας είχαν προλάβει κι ο περιορισμένος χώρος ήταν καλυμμένος ασφυκτικά.

Παράγγειλα σόδα με λεμόνι (τέτοια κραιπάλη… δηλαδή) και περίμενα με αγωνία να δω και ν’ ακούσω τη Ζωζώ που την ήξερα μόνο από τις ταινίες.

Και τι να δω; Τη ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ αυτοπροσώπως. Το θαύμα της απόλυτης ευλυγυσίας και διαύγειας. Αν πιστέψουμε τον Ηράκλειτο ότι όλα είναι ρευστά, είδα μια γυναίκα-φαινόμενο χωρίς αρθρώσεις, χωρίς ταμπού, χωρίς στεγανά, χωρίς προκαταλήψεις να διηγείται απλά και σταράτα (με χαριτωμένο πάντα τρόπο) κάποια περιστατικά από τη ζωή της. Με συγκίνησε η λεπτομέρεια που εγκατέλειψε την καριέρα της στην Αμερική γιατί πεθύμησε το μαριδάκι στις ελληνικές ψαροταβέρνες. Μήπως κι ο βραβευμένος με Όσκαρ Χατζιδάκις κάτι τέτοιο δε νοστάλγησε και γύρισε; Και η Δέσπω Διαμαντίδου και η Μελίνα κι ο Ταχτσής, ο Τσαρούχης για ανάλογες αισθήσεις δεν επέστρεψαν; Μόνο ο Ηλίας Πετρόπουλος έμεινε για πάντα στο Παρίσι και ζήτησε να πεταχτούν οι στάχτες του στους υπονόμους που εκβάλλουν στον Σηκουάνα.

Η Ζωζώ Σαπουντζάκη χόρεψε, τραγούδησε, αφηγήθηκε, σείστηκε και λυγίστηκε. Χάρμα οφθαλμών κι ερωτική μέσα στην παιδική αθωότητα της ματιάς της.

Τη θαύμασα γιατί δεν υποδύθηκε κάτι που δεν ήτανε. Δεν το έπαιξε “δήθεν”, “κουλτουριάρα”, “ψωνισμένη” κι “αφ’ υψηλού”. Δεν την ένοιαζε καν να κάνει την “ποιοτική”.

Αυθεντική μέχρι το κόκκαλο! Zozo for ever!!!!!!!!!!!!!!!!!

Μην την χάσετε, όπου κι αν εμφανίζεται. Είναι κάτι σαν την Ελλάδα. Όλοι την φθονούν κι όλοι θα ήθελαν να είναι μαζί τους. Ό,τι και να κάνουν δεν θα μπορέσουν όμως να την υποτιμήσουν. Γιατί δεν περιγελάει κανείς τη χαρά της ζωής και τη μαγεία του απόλυτου Τώρα.

Η αυθεντική ηδονή της ύπαρξης, η “νοστιμιά” της ανάσας σε παρόντα χρόνο. Το παρελθόν έσβησε και το μέλλον αόρατο. Ας αφήσουμε λοιπόν μια αληθινή γυναίκα να μας διδάξει την απλότητα της ύπαρξης.