Ομιλία του Άγη Μπράτσου στη Στοά του Βιβλίου στις 24.5.2006 για τα Υστερόγραφα Γης, του Γιώργου Βέη, τα οποία περιελήφθησαν στο Βραχύ κατάλογο των οκτώ βιβλίων που έφτασαν στην τελική λίστα για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2005
Ο σκηνοθέτης Λουίς Μπουνιουέλ θεωρούσε προκλητική την ιδέα να σταθεί μπροστά σε μια περιστρεφόμενη υδρόγειο σφαίρα και με τα μάτια ερμητικά κλειστά να τη σταματήσει με το δάχτυλό του, για να βρει έναν τυχαίο προορισμό.
Ο Γιώργος Βέης στα Υστερόγραφα Γης του, συνεπής στο παιχνίδι του χρόνου όσο ένα παιδί (σ.14), συγκατανεύει σε αυτό το παίγνιο και γράφει: Κάτω από τα μάτια μας γεννιέται πάντα η αλκή (σ.12). Τα ποιήματά του μας υποβάλλουν έναν τόπο όπου η ειλικρίνεια των στοχασμών είναι επιτέλους άνοιξη (σ.61-62).
Άνοιξη, μια εποχή που είσαι έτοιμος να ζήσεις μέσα στο πάντα/από δω και πέρα (σ.64). Η ποίησή του στοχεύει σ’ έναν κόσμο διάφανο που σχεδόν δεν υπάρχει (σ.12). Γι’ αυτό είμαστε ήδη αναμνήσεις (σ.12), μια πρωτοφανής λάμψη του εφήμερου / για να διαβάσουμε ως στοίχημα τον κόσμο / για να επαληθευθούμε μέσα του (σ.11).
Ποιο εσπευσμένο μήνυμα απηχούν τα Υστερόγραφα Γης;
Γη σημαίνει χάρτης, που είναι όμως ποια μοίρα;
Υστερόγραφα είναι μήπως τα σινιάλα μιας αξεπέραστης δύναμης για όνειρα; (σ.45).
Εάν η αλήθεια είναι επινόηση θαυμάτων (σ.43), τότε το ταξίδι –ο χάρτης με τα υστερόγραφα– είναι το διακύβευμα του ποιητή: να ερμηνεύσει το φαίνεσθαι, να ξεμάθει κώδικες κι επιθυμία (σ.62), να ανιχνεύσει σκιές, ψιθύρους (σ.63), σωτήριες ασάφειες.
Ο Γιώργος Βέης γνωρίζει ότι ο κόσμος δεν είναι καρτ ποστάλ.
Παντού στη Γη του η εξαίσια δύση θέλει εμάς για να ζήσει (σ.55).
Και ο Άλλος; Έρχεσαι / χωρίς κάποιο αίτιο να σε αναγκάζει, / όπως ακριβώς η ενοχή κι η τύψη ύστερα από ένα / τηλεφώνημα, / έρχεσαι ξαφνικά να γίνεις ένα με τη λάσπη μου (σ.62). Εκεί θα συναντηθούμε ξανά (σ.57): Μακάο, Ξενοδοχείο των Μανδαρίνων, Έξω από το σπίτι του Λόρκα, αλλά και στις πυρπολημένες γειτονιές του Χάρλεμ (σ.58). Πριν προλάβει ο κόσμος να ξαναμπεί μες στην αλήθεια του (σ.61), θ’ ακουστεί καθαρά ο ύμνος των κυττάρων (σ.61), με χίλια βιολιά να παίζουν αληθινό ροκ (σ.69). Άραγε, αν μου διαβάσεις πάλι όλες τις Σημειώσεις για έναν υπέρτατο μύθο, θα δικαιώσεις τα γράμματα, που έδειχναν ουρανό / κι εσύ νόμιζες πως ήταν ποιήματα; (σ.59).
Ο Γουάλας Στίβενς στις Σημειώσεις του αναθέτει στον ποιητή το ρόλο να προσοικειωθεί τα λατινικά της φαντασίας. Συνειρμικά φτάνω σ’ έναν κοινό τόπο. Ονομάζεται terra ingognita. Φτάνω, δηλαδή, στην περιοχή του ανεξερεύνητου εαυτού μας. Γιατί αυτή είναι η αθέατη πλευρά των Υστερόγραφων Γης. Κι εμείς που περιπλανιόμαστε σε πόλεις έναστρες (σ.18), μα σύνορα δεν αντέχουμε (σ.65), απόψε αγρυπνούμε. Δε φταίει η απειλή της νύχτας στην άκρη του κόσμου (σ.72) ούτε το γεγονός ότι δεν ξέρουμε τι μας περιμένει το πρωί (σ.53). Απλώς, τώρα είμαστε έτοιμοι / για την αίγλη σωμάτων που δεν ξέρουν να λένε όχι και ξοδεύοντας όλη τη δύναμη κι όλη τη χάρη / στην άκρη του νου θα μάθουμε τ’ αληθινά φιλιά / επιτέλους αθώοι (σ.49).
Είναι γνωστό από τον Σοπενχάουερ ότι ο χρόνος φοράει τη μάσκα του τόπου, αλλά διαβάζοντας τα Υστερόγραφα συνειδητοποιούμε για ποιο λόγο απομάγευση τοπίου ίσον θάνατος (σ.31). Ειδικά στην εποχή μας, που, όπως γράφει και ο Γιόαχιμ Σαρτόριους1, σήμερα, όσο κι αν δε θέλουμε «να το πιστέψουμε, τα πάντα στη γη έγιναν άνω κάτω, η σκηνή του κόσμου μίκρυνε, η Λίνδος είναι προάστιο του Χονγκ Κονγκ, η Αλεξάνδρεια σκουπίδι της Νέας Υόρκης».
Τα Υστερόγραφα Γης είναι ένα πεδίο πρόσφορο για εκείνους που ο ουρανός είναι το καβούκι τους (σ.28). Ο Γιώργος Βέης με τις λέξεις-ψηφίδες του συγκροτεί μια επικράτεια φαντασμαγοριών. Νιώθει ότι ο κόσμος είναι ένα βλέμμα κυνηγημένου αγριμιού (σ.29) και αναγνωρίζει ως εξαίσιο τοπίο τον ψίθυρο του δάσους πριν να καεί για πάντα (σ.40).
Με την ποίησή του το ανοιχτό τραύμα της ύπαρξης μυείται στην αθανασία μιας στιγμής (σ.48). Οι συνδηλώσεις της Γης του μας οδηγούν στη νομοτέλεια πως οι λέξεις είναι χρυσάφι (σ.43). Είναι δηλαδή ένα δώρο αρχετυπικό. Βεβαίως, όπως μας έχει προϊδεάσει ο Βιτγκενστάιν, αυτό που θεωρεί κανείς ως δώρο δεν είναι παρά ένα πρόβλημα που πρέπει να το λύσει. Κι ο Γιώργος Βέης επιτυγχάνει ακριβώς τούτο: τη συνδιαλλαγή με τη δομή ενός άλλου ανθρώπου / που αφαιρεί τον κόσμο από τις αλήθειες του / για να τον κάνει προσιτό στη φαντασία των πουλιών (σ.55).
Έτσι, όταν έρημος ή χιόνι κατεβαίνει πάνω μας / να σβήσει οριστικά όλα τα ίχνη (σ.18) στη Γη του θα βρούμε τη δύναμη να πατήσουμε το κουμπί ν’ αλλάξουμε μέρα (σ.73). Κι αυτή η πράξη παρέχει εντέλει το ευεργέτημα να μας θυμούνται οι άλλοι όχι σαν αίνιγμα αλλά σαν δικαίωση (σ.33).
1. Joachim Sartorius, «Πηγαίνοντας για τον τάφο του Κλεόβουλου», μετ. Σπύρος Μοσκόβου