Η πόλη της λύπης, η πόλη της χαράς, που πάντα ονειρεύομαι

Ομιλία του Άγη Μπράτσου στον Ιανό στις 29.4.2011 για τη Λισαβόνα του Pessoa

Ianos_Pessoa_Lisbon

«Πλούσιος είμαι μ’ ένα ακριβό πούρο και τα μάτια κλειστά».
Συχνά τα βράδια μ’ επισκέπτεται αυτός ο αφορισμός του Fernando Pessoa . Ίσως γιατί τα πλέον πλούσια ταξίδια διαμορφώνονται σ’ ένα επίπεδο νοερό.
Είναι πολλές οι πόλεις που δεν πρόκειται να γνωρίσω ποτέ. Μα υπάρχουν ολοένα κάποιες που απρόσμενα προβάλλονται στη σκέψη μου μέσα από το βλέμμα του Άλλου. Φαίνεται πως για να συνδεθείς άμεσα μ’ έναν ξένο τόπο πρέπει να εμπιστευτείς –με σταθερά κλειστά τα μάτια- την αφήγηση κάποιου μόνιμου κάτοικου της περιοχής που προσεταιρίζεσαι. Αρκεί να θυμάσαι φυσικά πως οι λέξεις δεν χαρτογραφούν απλώς. Ενίοτε ανασυνθέτουν κάθε επικράτεια.

Το κρίσιμο ερώτημα τίθεται: Είσαι όσο απαιτείται αθώος, ώστε να πλανηθείς στην οπτική του Άλλου; Ο Αmos  Oz αφηγείται χαρακτηριστικά για τον παππού του στην Ιστορία αγάπης και σκότους: «Άρχισε πάλι να κλείνεται τις νύχτες στο δωμάτιό του και να γράφει πυρετώδη ποιήματα στα ρωσικά [… ]για τις μαγείες της Ιερουσαλήμ, όχι για εκείνη τη φτωχιά και τη σκονισμένη, την καυτερή και τη φανατική, αλλά για μια Ιερουσαλήμ με δρόμους μυρωμένους με σμύρνα και αλόη και πλατείες, όπου σε καθεμιά απ’ αυτές αιωρείται άγγελος Κυρίου. Όμως στο σημείο αυτό μπήκα κι εγώ στην εικόνα, στο ρόλο του τολμηρού μικρού παιδιού από το παραμύθι με τα καινούργια ρούχα του βασιλιά, και με ένα ρεαλιστικό παράπονο επέκρινα τον παππού για αυτά του τα ποιήματα : μα ζεις στην Ιερουσαλήμ τόσα χρόνια, και ξέρεις πολύ καλά με τι είναι στρωμένοι οι δρόμοι της […] γιατί γράφεις για πράγματα που δεν υπάρχουν καν; Γιατί δεν  γράφεις κάτι για την αληθινή Ιερουσαλήμ; Όταν άκουσε αυτά τα  θρασύτατα  λόγια, θύμωσε πολύ ο παππούς […] χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι και ούρλιαξε : “Aληθινή Ιερουσαλήμ; Τι ξέρει ένα πιτσιρίκι σαν εσένα για την αληθινή Ιερουσαλήμ; Μα η αληθινή Ιερουσαλήμ βρίσκεται ειδικά στα ποιήματά μου!” ».

Ώστε έτσι διανοίγονται οι πύλες μιας πόλης: Περισσότερο μέσα από φαντασιακούς μαιάνδρους και καθόλου στον πραγματικό λαβύρινθο των σκοτεινών της παρόδων. Πρόκειται για ένα μηχανισμό που καθιστά αυτομάτως  κάθε προορισμό προσιτό στο βηματισμό σου. Ο ίδιος ο  Pessoa συγκατανεύει και υποστηρίζει διά του ετερώνυμου Μπερνάρντο Σοάρες: «Ο εξωτερικός κόσμος υπάρχει, αλλά σαν τον ηθοποιό στη σκηνή: βρίσκεται εκεί αλλά είναι κάτι άλλο». Πρόκειται για μια θέση  που προδιαγράφει την εισδοχή μας σε αυθεντικά ταξίδια.

Κατά έναν παράδοξο τρόπο όμως τα τελευταία χρόνια πριν από κάθε μου ταξίδι σαν μακρινή ηχώ   ακούω  τον  αντίλογο του Λουίς  Μπουνιουέλ. Ο Ισπανός σκηνοθέτης είχε επιβάλει μια επιλεγμένη ρουτίνα στην καθημερινότητά του – ένα είδος τελετουργικών αφίξεων σε μπαρ, πάντα σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας. Έτσι κάποτε αντέτεινε σιβυλλικά σε κάποιον που του πρότεινε μια εξωτική απόδραση στην Καλκούτα: «Και τι θα κάνω στις  3 το μεσημέρι στην Καλκούτα;»

Έφτασε και για μένα λοιπόν η ώρα να εξομολογηθώ, καθώς ξεφυλλίζω τον ταξιδιωτικό οδηγό  Λισαβόνα του Pessoa, ότι ποτέ μέχρι τώρα δεν συμβουλεύτηκα  κανένα παρόμοιο βιβλίο. Ανέκαθεν αντιμετώπιζα με καχυποψία τα συναφή εγχειρίδια. Για την ακρίβεια, με εξουθενώνει η ιδέα και μόνο να φυλλομετρήσω τους σύγχρονους πολυτελείς τόμους, όπου σωρεύονται αρχαία  ερείπια  πασπαλισμένα με ξενοδοχειακές μονάδες, καθώς και χώρους εστίασης και αναψυχής κατά βαθμολογική κατάταξη. Με αποπροσανατολίζει οποιαδήποτε στιλπνή υπόσχεση ότι σ’ ένα συγκεκριμένο ταξίδι είναι βέβαιη η μετάβαση στο όνειρο. Λες και το όνειρο μπορεί ποτέ να είναι κάτι προδιαγεγραμμένο. Όμως το όνομα του ποιητή Pessoa στο εξώφυλλο της Λισαβόνας ήταν ικανό να αλώσει τα τείχη κάθε πάγιας επιφύλαξης.

Σ’ αυτό το βιβλίο μικρού σχήματος των 171 σελίδων o Pessoa αποδύεται σε μια εμβληματική σήμανση της γενέθλιας πόλης του «για λογαριασμό του επισκέπτη της Λισαβόνας του άλλοτε και του σήμερα». Από τις πρώτες σελίδες έως την τελευταία παράγραφο   παρελαύνουν μουσεία, αγάλματα, γλυπτά, θέατρα και βιβλιοθήκες, ναοί, δημόσιοι κήποι, κτίρια που οι προσόψεις τους, σύμφωνα με τον ίδιο,  «είναι μια αρχιτεκτονική περιέργεια που αξίζει τον κόπο». Δεν μπορούσαν να λείπουν όσα μνημεία τιμούν απελευθερωτικούς  πολέμους και πολιτειακές μεταβολές. Ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι η λαχτάρα με την οποία καταδεικνύει και παρουσιάζει στις μελλοντικές τους διαστάσεις ακόμη και μνημεία που βρίσκονται στο στάδιο της ανέγερσης. Η μνεία αυτή μάς δίνει την ελευθερία να φανταστούμε  τι σημαίνει η Λισαβόνα για τον ποιητή. Για ποιο λόγο είναι, όπως γράφει, «η πόλη της λύπης, η πόλη της χαράς, που πάντα ονειρεύομαι».

Ο Pessoa αυτοσυστήνεται ως ξεναγός και προτείνει στον αναγνώστη να μπει μαζί του σ΄ ένα αυτοκίνητο για να διασχίσουν την πόλη και τα περίχωρά της. Λέει χαρακτηριστικά: «Θα κατευθυνθούμε αμέσως προς το κέντρο της πόλης, όπου, στη διαδρομή, θα δούμε ό,τι αξίζει να προσέξει κανείς». Η επιλογή να περιηγηθεί ο ταξιδιώτης στην πόλη επιβαίνοντας σ’ ένα αυτοκίνητο  συνιστά το πρόσφορο εύρημα για να μας μεταδώσει ο Pessoa την ακλόνητη αίσθηση μιας κινηματογραφικής  πρόσληψης του τοπίου.

Μας περιμένει όμως μια πρώτου μεγέθους έκπληξη καθώς διαβάζουμε τις λεπτομερείς περιγραφές. Μας αιφνιδιάζει η γλώσσα στην οποία διαρθρώνεται το κείμενο. Απουσιάζουν οι βαθύτερες προσωπικές αποτιμήσεις, που εύλογα θ’ ανέμενε κανείς, και η ποιητική μετουσίωση των εικόνων. Αντιθέτως, σε κάθε γραμμή κυριαρχούν η ξερή παράθεση των αξιοθέατων και ο υπομνηματισμός διαφωτιστικών στοιχείων ιστορικού ενδιαφέροντος.
Αν προσέξουμε τα επίθετα που χρησιμοποιεί ο ποιητής:
«Μαγική θέα, καλλιτεχνικό αριστούργημα, ανεκτίμητη συλλογή, μεγαλοπρεπής αίθουσα, θαυμάσια θέα, μεγαλοπρεπής εκκλησία, περίφημη εικόνα, υπέροχα δέντρα, ωραία πάρκα, ωραία σχεδιασμένη αίθουσα», καταλαβαίνουμε ότι επέλεξε να γράψει για τη Λισαβόνα με τον αυθορμητισμό, την έκπληξη και το δέος που θα εκδήλωνε ένα μικρό παιδί μπροστά στη θέα των καλλιτεχνημάτων και της φυσικής ομορφιάς της πορτογαλικής πρωτεύουσας.

Ως ποιητής δεν έχει αυταπάτες. Γνωρίζει ότι η ασφαλέστερη οδός για την εγκαταβίωση σε μια πόλη είναι η αθωότητα. Για τούτο το λόγο μιλάει με τη φυσικότητα ενός μικρού παρατηρητή προς  τον συνεπιβάτη του στο πίσω κάθισμα του ευρηματικού αυτοκινήτου καθώς διατρέχουν τις λεωφόρους.
Διόλου τυχαία ο συνεπιβάτης αυτός είναι μόνος. Για να βλέπει και να στοχάζεται τα πάντα απερίσπαστος. Αίφνης σε μια στροφή ο ιδεώδης ξεναγός μνημονεύει το ποίημά του «Ξυπνάει η πόλη της Λισαβόνας, αργότερα απ’ τις άλλες». Αμέσως μετά πυροδοτεί το στίχο: «Ανήκω στα πάντα γιατί θέλω ν’ ανήκω ολοένα και περισσότερο στον εαυτό μου».
Κι ο μυημένος πια συνεπιβάτης, με τη ματιά καρφωμένη έξω απ’ το παράθυρο, αποφαίνεται σαν   alter ego του ποιητή: «Το  βλέπω θα είναι πάντα η καλύτερη μεταφορά του γνωρίζω».
Στον ίδιο πια βαθμό μυημένος κι εγώ φαντάζομαι για μια στιγμή πως κάθομαι  σ’ ένα υπαίθριο καφέ της Λισαβόνας. Είμαι φυσικά τελείως μόνος. Ή όπως εναργέστερα θα έλεγε ο Ελύτης, μια ζωή κυκλοφορώ  «ψάχνοντας για μια πολίχνη ροζ γεμάτη ωραία υπαίθρια ζαχαροπλαστεία».
Το βλέμμα της νεαρής γυναίκας στο απέναντι τραπεζάκι θροίζει σαν το αυτάρεσκο μίνι της. Αναπάντεχα σηκώνεται, πλησιάζει και ζητά –τι άλλο;- φωτιά. Ξεφυσώντας ένα πέπλο μυστηρίου περισσότερο παρά καπνό με ρωτάει: « Σου αρέσουν τα πόδια μου;» Αντί άλλης απάντησης , επαναλαμβάνω υπνωτισμένος τα επίθετα που μου υπέβαλε η γραφή του Pessoa:
«Είναι καλλιτεχνικό αριστούργημα», της λέω, «μαγική θέα». Πάλι καλά που δεν της είπα ότι μοιάζουν με ανεκτίμητη συλλογή, ωραία σχεδιασμένη.
Μ’ ένα βραχνό χαμόγελο μου ψιθυρίζει:
«Μπορούν να γίνουν ακόμα πιο ωραία μ’ ένα καινούργιο ζευγάρι γόβες».
«Και πόσο στοιχίζουν;» μπαίνω ξαφνικά στο νόημα.
«Μονάχα 500 ευρώ», μου χαμογελά ξανά.
Είναι η σειρά μου ν’ ανταποδώσω το χαμόγελο και να της πω:  «Αυτό είναι το δυσάρεστο με την ομορφιά, το τίμημα που πρέπει διαρκώς να καταβάλλεις».
Κάνει ξαφνικά  ένα αόριστο νεύμα και απέρχεται.
Ήρθε κιόλας η σειρά μου να πάρω τους δρόμους. Σε λίγο στέκομαι σ’ ένα χαοτικό σταυροδρόμι. « Όταν  έχεις περάσει τα σαράντα και στρίβεις σε μια γωνία, υπάρχει ο κίνδυνος να δεις τον εαυτό σου να ’ρχεται από απέναντι». Δεν ξέρω για ποιο λόγο θυμάμαι αυτή τη φράση-νουάρ  από Τα Κουρέλια τραγουδάνε ακόμα.
Ίσως επειδή προέρχομαι από μια χώρα κουρελιασμένη από τα βάρβαρα παίγνια των διεθνών αγορών και κινούμαι σε μιαν άλλη ευρωπαική πρωτεύουσα η οποία δεν φαίνεται  να ’χει καλύτερη μοίρα. Άραγε οι λαοί θ’ αφεθούν να μεταλλαχθούν ανεπαισθήτως σε ανδράποδα;
Μηχανικά ανατρέχω στην τελευταία παράγραφο του Pessoa για τη Λισαβόνα. Γράφει: «Τη βλέπουμε να εμφανίζεται άλλοτε τυλιγμένη σε ένα  πέπλο διάφανης ομίχλης, άλλοτε λουσμένη στο λαμπερό φως του ήλιου».
Πρόκειται για λέξεις που θα ταίριαζαν στην απεικόνιση μιας ανθρώπινης, όπως λέμε, πολιτείας.
Άλλωστε, όπου κι αν βρίσκεσαι, η αγάπη, η μέριμνα για τον Άλλο είναι ο έσχατος σταθμός.
Ξεκινώ προς αυτή την κατεύθυνση έτοιμος να πληρώσω  το τίμημα. Όποιο κι αν είναι.