του Γιώργου Βέη
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Κ, τεύχος 9, Νοέμβριος 2005
Τα είκοσι ένα κομμάτια του τέταρτου ποιητικού βιβλίου του Άγη Μπράτσου είναι σαφώς ομότροπα, τεχνηέντως συμπυκνωμένα, κατεξοχήν ανθρωποκεντρικά. Βεβαίως, μαρτυρούν κραυγαλέα υπαρξιακά αδιέξοδα και δεν παύουν να απομονώνουν με μεγάλη συχνότητα επίπεδα ηθικών κρίσεων, αποκρυσταλλώνοντας στις ευτυχέστερες των περιπτώσεων αρχετυπικά άγη. Με την ομολογούμενη πείρα που έχει αποκομίσει από τη μακρινή πλέον εκείνη πρώτη, αναπόφευκτα πληθωρική αλλά θεματολογικά ενδιαφέρουσα ποιητική του συλλογή, την Prima Vista, που κυκλοφόρησε δέκα χρόνια πριν, από τις εκδόσεις «Οδός Πανός», ο στίχος αντιπαρέρχεται με φανερή άνεση τους κινδύνους ενός αφόρητου, παρατεταμένου ερμητισμού, αλλά και τις όποιες αυτοπαγίδες της αγοραίας αισθηματολογίας.
Το εγώ συνδιαλέγεται στηv ανοικτή σκηνή του ποιήματος ακόμη και με ερμαφρόδιτους, αμφίφυλους χαρακτήρες, επισημαίνοντας με νηφαλιότητα ιδιοπροσωπίες, συμπλέγματα και εμμονές. Μπορεί «Βαθιά μας ο εξωτισμός μέρα νύχτα» στο «Γλώσσα τραβεστί» (βλ. σ.29) να προσδιορίζει τη συντεταγμένη του ψυχολογικού κλίματος, αλλά ο σεβασμός της ετερότητας και η συνεπαγόμενη ισονομία ταυτοτήτων ανάγονται σε καθολικές αρχές βίου. Οι αφορισμοί δεν καλολογούν, ούτε μυθοποιούν, απλώς διαφωτίζουν. Τα πράγματα δηλαδή είναι γυμνά, αλλά όχι εκχυδαϊσμένα. Ο φίλιος, ο διακριτικά διατυπωμένος φιλάνθρωπος λόγος τείνει μάλιστα να εξομαλύνει, να συναιρέσει προς το τέλος του ποιήματος τις εναντιωματικές ροπές, τα πάθη της νύχτας, τους εφιάλτες της ημέρας.
Το ποιητικό υποκείμενο δεν λαλεί απλώς, αλλά τεκμηριώνει φραστικά την απώτερη αίσθηση του πραγματικού. Διαβάζοντας με προσοχή το «Τόσοι θεοί», καταλήγουμε κι εμείς στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος ενδέχεται κατά πάσα πιθανότητα να είναι αλλιώς:
«Τόσοι θεοί για να πιστέψεις και άνθρωπος κανείς».
Με φραστικά πυροτεχνήματα διασχίζεις πάλι την απουσία.
Ο ουρανός ανέκφραστος παρά τη φαντασμαγορία.
Σαν να κάνει μυστικά μια ευχή:
Όσο αντέχεις ν’ ακούς το σώμα, μην το χαλάς με σκέψεις.
(βλ. σ. 27.)
Αρθρωμένη στους αντίποδες του ενδημικού ναρκισσισμού, που ταλανίζει άλλους ομηλίκους και μη ομοτέχνους του ποιητή, η Σκληρή αφή αντιστέκεται τόσο στις Σειρήνες της κάθε είδους βαρύγδουπης συνθηματολογίας, όσο και σε εκείνης της αγοραίας, ποιητικίζουσας έκφανσης. Το ουσιαστικό διαθέτει την αρχική μαρμαρυγή του. Το εύρημα δεν οδηγείται στη ραγδαία αυτοϋπονόμευσή του. Το ρήμα εξακολουθεί να αιφνιδιάζει, σπεύδοντας να προωθήσει την ανάπτυξη της κυτταρικής ποιητικής ιδέας, αλλά δεν φθείρει την αναγνωστική πρόσληψη. Κι αυτά συμβαίνουν συστηματικά, αποτελώντας ταυτόχρονα τα κυρίαρχα γνωρίσματα της συλλογής, η οποία συνεχίζει να διερευνά τις υφολογικές προοπτικές, πoυ πρότειναν τα προηγούμενα βιβλία του Άγη Μπράτσου. Ενδεικτικό παράδειγμα ας είναι πρόχειρα το εξής από το «Ιούλιος, 19:45».
Εύφλεκτα χρώματα θέλγουν συνειδήσεις.
Ενυπάρχουν στη φύση ουτοπίες.
Τη δική μας εννοείται.
Αλτ, τις απορίες λύσατε,
από την αμέσως προηγούμενη εμφάνισή του, δηλαδή το Σαν μουσική, του 2001, «Κέδρος», σε συνδυασμό με την κατεργασμένη, πολύσημη παρρηοία του «Σαν σήμερα» από την πρόσφατη συλλογή του:
Νότες σκληρής αφής
θα έκρουαν θύρες μεγαλείου.
Η μουσική ανένδοτη.
Σ’ ένα τελείως παράφωνο σύμπαν μάς μάγεψε.
Σήμερα εσύ το λες αυταπάτη.
Εγώ σκέτη απόγνωση. Από τότε.
(Απόσπασμα, βλ. σ. 26.)
Από την άλλη πλευρά, η εμπέδωση της μαθητείας στη σχολή του ύστερου υπερρεαλισμού υπήρξε γόνιμη. Όπως ακριβώς και η μελέτη των τρόπων της επαρκώς συγκερασμένης λυρικής κατάθεσης. Γι’ αυτό και το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει ομολογουμένως τις προσδοκίες και τις εύστοχες προσαρμογές της κειμενικής αφετηρίας.