Κριτική για Το Κουρείο του Μένη Κουμανταρέα στο ένθετο Βιβλιοθήκη της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, 17.7.2010
Ευτυχία είναι μια λέξη που υπάρχει μόνο στα λεξικά. Θα μπορούσε η φράση αυτή, που ο Μένης Κουμανταρέας συνηθίζει να λέει, να είναι motto σε κάθε βιβλίο του. Και το Κουρείο προσφέρεται ως ιδανική αφετηρία για να διεισδύσει κανείς στο συγγραφικό σύμπαν του Μ.Κ.
Πρέπει, αρχικά, να τονιστεί ότι το Κουρείο, αν και ολοκληρώθηκε το 1978, τέσσερα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, είναι σήμερα σημαδιακά προφητικό. Στον απόηχο εκείνης της πολιτικής περιόδου ήδη προοιωνιζόταν ότι οι μεγάλες προσδοκίες μετά την πτώση της χούντας θα ξεθύμαιναν. Γράφει ο Μ.Κ.: «Τα ραγδαία γεγονότα των τελευταίων ετών είχαν κοπάσει και οι μεγάλες δίκες τελειώσει κι αυτές». Ολη εκείνη η ορμή των αιφνίδιων εξελίξεων διατρέχει την αφήγηση σαν αναλαμπή, η οποία -αφήνεται να εννοηθεί- δεν πρέπει επ’ ουδενί να χαθεί, αλλά ούτε και να συσκοτιστεί: «Καυχιόντουσαν για τις προοδευτικές ιδέες τους, μολονότι, σε πρώτη ευκαιρία, δεν δίσταζαν να προσχωρούν στην κρατούσα κατάσταση, ώς και τότε -ιδίως τότε- που κυβερνούσαν οι στρατιωτικοί». Λίγες μέρες μετά την προσφυγή της χώρας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το Κουρείο επανεκδίδεται σε μια ιστορική συγκυρία ανάλογων διαψεύσεων: Ολα τελείωσαν και πρέπει να ξαναρχίσουν πάλι.
Διαβάζοντας το βιβλίο, η έκταση του οποίου δεν υπερβαίνει τις 140 σελίδες, ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος μ’ ένα κατόρθωμα. Ο συγγραφέας συνυφαίνει την αφήγησή του στον άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ολόκληρο το έργο του. Το Κουρείο αποτελεί, σε πρώιμη φάση, επιτομή της θεματικής τού Μ.Κ. Οπως άλλωστε γράφει: «Ολες οι ιστορίες μοιάζουν μεταξύ τους». Το ότι όμως διαφέρουν έστω και σ’ αυτό το λίγο μεταξύ τους, τις κάνει μοναδικές.
Στις σελίδες του Κουρείου βιώνει κανείς τη μαεστρία με την οποία ο χρόνος ψευτίζει τις πιο αγνές προθέσεις. Παρακολουθεί τον μοναχικό αγώνα του ατόμου απέναντι στην τυραννία της οικογένειας και των κοινωνικών δεσμεύσεων. Τον εγκλωβισμό του στο αδράχτι μοιραίων διλημμάτων. Τις νευρώσεις των κατοίκων της μεγαλούπολης. Στον καθρέφτη της κυτταρικής μνήμης τού Μενέλη, που πρωταγωνιστεί στην ιστορία, η λάμψη ενός από καιρό απολεσθέντος Παραδείσου τον περιπαίζει σαδιστικά. Στα έργα τού Μ.Κ. μοιάζει μονίμως αυτός ο καθρέφτης με μυστική δίοδο προς την εσώτατη, κρυμμένη αλήθεια. Μιαν αλήθεια σμιλεμένη στο πρότυπο του άγνωστου προσώπου που έχει ο καθένας, ένα πρόσωπο που αποπνέει την αύρα μιας άλλης ζωής. «Μια ζωή κορόιδο», λέει στον Μενέλη μια αγαπημένη φωνή. «Λογιστή! Μαλάκα!», του λέει μια άλλη, σκοτεινή, φωνή από τηλεφώνου. Φράσεις που και οι δύο συντρίβουν τις αυταπάτες του Μενέλη. Και είναι πάντα οι αυταπάτες το στέρεο έδαφος πάνω στο οποίο ο Κουμανταρέας τολμηρά εμπιστεύεται τους χαρακτήρες και τα προσωπεία τους. Πρόκειται για τις ίδιες αυταπάτες που προοικονομούν σε κάθε γραπτό του την έλευση ενός πιο δίκαιου και ανθρώπινου κόσμου. Ο αφηγηματικός χώρος οριοθετείται από το αθηναϊκό τοπίο, που με τη δυναμική του βραχυκυκλώνει ακόμη και τις στοιχειώδεις σχέσεις. Με μια σωκρατική προσήλωση, η πρωτεύουσα πλαισιώνει όλη σχεδόν τη δημιουργία τού Μ.Κ. Είναι όμως μια πόλη δυσεξήγητη πια, όπως το προπολεμικό τραγούδι του Αττίκ «Να ζει κανείς ή να μη ζει». Αυτή η μελωδία, σαν νυγμός μιας περασμένης, ευφρόσυνης εποχής, μιας ακυρωμένης νεότητας, συνδέεται με τους ήρωες του βιβλίου, αλλά και τις ασύνειδες μυθοπλαστικές καταβολές του συγγραφέα από τον Σαίξπηρ.
Τα πρόσωπα του Κουρείου: Ο σαραντάρης λογιστής Μενέλαος. Μενέλη τον φωνάζουν χαϊδευτικά, κι αυτό το Μενέλης θαρρείς πως έχει μια μενεξελιά απόχρωση. Ενα χρώμα ταιριαστό με το λειψό μοτίβο της ζωής του, κι ένα όνομα που απηχεί ή παραφράζει το μικρό όνομα του συγγραφέα. Ευκατάστατος, μοναχικός, ευάλωτος συναισθηματικά, προσεταιρίζεται μια καθημερινότητα που τον θρυμματίζει, καθώς αγωνιά να σβήσει την ερωτική και πνευματική του δίψα. Η ξαφνική εισαγωγή του στο νοσοκομείο θα γίνει ο από μηχανής θεός που φωτίζει όχι μόνο το παρελθόν του αλλά και όσα προμηνύονται.
Κοντά του η Λίτσα, η συνομήλικη γυναίκα με την οποία συνδέεται για μακρό χρονικό διάστημα, είναι σε θέση να αποθέσει στα χέρια του όχι τη φευγαλέα σπίθα μιας εφήμερης ηδονής, αλλά την ασφάλεια, αυτό το πολυμήχανο δώρο που ένας γάμος ή μια μακροχρόνια συμβίωση μπορεί κάποτε να εξασφαλίσουν.
Υπάρχει, ακόμα, η νεότερή του Ευτυχία, η αινιγματική μανικιουρίστα με την απόκρυφη διπλή ζωή. Η ευτυχία, που μοιάζει να υπόσχεται στον καθένα το όνομά της, ηχεί στο τέλος με μια σαρκαστική χροιά.
Και φυσικά ο περίγυρος: Οι κυνικοί χαρτοπαίκτες με τους οποίους συναναστρέφεται σπασμωδικά τις άδοξες νύχτες ο Μενέλης. Ο Αντώνης, ο κουρέας με το ύφος συνοικιακού γόη, ως ερωτικός αντίζηλος αλλά και φερέφωνο σκοταδιστικών αντιλήψεων που ακονίζουν τα ψαλίδια και τις λεπίδες του. Το νεαρό παιδί που σε μια γωνιά στη Βικτώρια πουλάει φωνάζοντας ρυθμικά την εφημερίδα του Κόμματος. Και ακόμη, ένα σαιξπηρικό πρόσωπο-φάντασμα, ο νεκρός πρώην ιδιοκτήτης του μαγαζιού, ο οποίος εμφανίζεται σ’ ένα όνειρο για να δώσει τις απαραίτητες σκηνικές οδηγίες, λίγο προτού το κατάστημα του κουρείου φανερωθεί όπως ακριβώς είναι: ψεύτικο σαν σκηνικό.
Ο αφηγηματικός ρυθμός τού Μ.Κ. αναδεικνύει ως πολύτιμη κάθε μεμονωμένη λέξη. Στήνει παντού καθρέφτες για να χρησμοδοτούν το ανομολόγητο. Αποκρυσταλλώνει σιωπές και διφορούμενες αντανακλάσεις. Προβάλλει στερημένες χειρονομίες και αναπότρεπτα όνειρα σ’ έναν κλειστό πολιτικό ορίζοντα, όπου μόλις διαφαίνεται η χαραυγή . Ο Μ.Κ. εξυμνεί το σώμα χωρίς να πέφτει στην παγίδα που ζητά για όλα εξηγήσεις. Στην αθέατη όψη των πολυκατοικιών, «που πίσω τους παίζεται κάποιο δράμα αστικό», διαβλέπει αφυδατωμένα οράματα και ιδεολογίες, καθώς και τη μετάλλαξη τόσο του άστεως όσο και της αστικής τάξης σ’ ένα μόρφωμα οδυνηρά ξένο. «Η ζωή άλλαζε, έγερνε ανεπαίσθητα, σαν σκιά όταν πιάνει να βραδιάζει». Μονάχα οι φωνές των νέων, όταν καίγονται από ιδανικά, θερμαίνουν το αποξηραμένο παρόν.
Ο Μ.Κ. απογυμνώνει μια τυπική ερωτική ιστορία -ενός άντρα ο οποίος παραπαίει ανάμεσα σε δύο γυναίκες- και αποτολμά μια κατάδυση στο απώτατο βάθος του ερωτικού και υπαρξιακού προβλήματος. Στην ίδια τη φύση των απαγορεύσεων, των προκλήσεων, των εμμονών, των απατηλών αναζητήσεων και της αυτοσυνειδησίας, για να φτάσει ώς τον αδιάλλακτο πυρήνα – στο ανικανοποίητο. Τρυφερά ψαύει τις στάχτες από την ενστικτώδη επαφή κάθε ψυχής, κάθε σάρκας και τις μεταμορφώνει σε αχλύ γύρω από το χαοτικό πρόσωπο της επιθυμίας. Γιατί η Ευτυχία -η ομώνυμη ηρωίδα- δεν υπόσχεται παρά τη διαρκή ανανέωση της φλόγας που κρατάει δέσμιο τον άνθρωπο στον βωμό μιας θεότητας. Αλήθεια, τι σύμπτωση η θεότητα αυτή να έχει το ίδιο όνομα: ευτυχία.
Η ιδέα του κουρείου θα επανέλθει αργότερα στην πεζογραφία τού Μ.Κ. με άλλους όρους και με άλλου είδους «ευτυχίες» στο Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω. Ενας μελλοντικός μελετητής θ’ αποφανθεί ποια σχέση μπορεί να έχουν μεταξύ τους τα απειλητικά ψαλίδια στα χέρια του ενός και του άλλου κουρέα.
Και με την ευκαιρία αυτή ας θυμηθώ ένα περιστατικό που συνδέεται με την πρώτη έκδοση του Κουρείου το 1979, όπως το αφηγήθηκε στον συγγραφέα ένας φίλος και αναγνώστης του. Μπαίνει κάποιος σ’ ένα βιβλιοπωλείο και ζητάει το Κουρείο του Κουμανταρέα. Υπάρχει ένα κουρείο λίγο πιο κάτω, του λένε, αλλά δεν ξέρουμε αν είναι του Κουμανταρέα.
Σήμερα ο πολυδιαβασμένος και πολυβραβευμένος Μ.Κ., ο οποίος διανύει πλησίστιος την εφηβεία της τρίτης ηλικίας, όπως ο ίδιος γράφει σ’ ένα αυτοβιογραφικό του κείμενο, οφείλει, από την πλευρά του, να είναι σίγουρος ότι Η Μπαλάντα του λυπημένου καφενείου της Carson MacCullers, που ο ίδιος μετέφρασε στη γλώσσα μας, θα θεωρείται και στο μέλλον από τα εξέχοντα έργα του προηγούμενου αιώνα. Για το δικό του Κουρείο, θα το μάθει, αλλά δεν είναι ακόμα καιρός.
Πρώτη δημοσίευση: Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας, Σάββατο 17 Ιουλίου 2010