Ομιλία του Άγη Μπράτσου στο βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ στις 2.3.2007 για το σύνολο του έργου του
Ομιλητές οι ποιητές:
Άγης Μπράτσος (0.25 – 18.41)
Θανάσης Νιάρχος
Τίτος Πατρίκιος
Σας καλωσορίζω στον αφηγηματικό κόσμο του Μένη Κουμανταρέα.
Ποιος ξέρει, ίσως αν χιόνιζε σήμερα, όπως στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, θα γινόμασταν άσπροι κι εμείς σαν τον μπαρμπα-Γιαννιό (Η Γυναίκα που Πετάει, σ.35). Η άφιξή μας στο έργο κάθε λογοτέχνη δίνει ερεθίσματα να χαρτογραφήσουμε εσωτερικά τοπία, να διευθετήσουμε τη σχέση μας με το αδιανόητο. Αυτό το σημαδιακό ταξίδι, είτε χιονίζει είτε όχι, μπορεί να το επιχειρήσει κανείς με οποιοδήποτε βιβλίο του Κουμανταρέα, γιατί όλα τα έργα του διακρίνονται από συνεκτικότητα, τόσο υφολογική όσο και θεματική.
Στον πυρήνα της πεζογραφίας του βρίσκεται ο Άνθρωπος. Εκείνο το άγνωστο πρόσωπο που προσδίδει στα πράγματα και στη φύση μας μιαν ανώτερη υπόσταση, γιατί ντύνει τη ζωή με σκέψη και αίσθημα.
Ο Ίμρε Κέρτες πιστεύει ότι: «Το πραγματικό μέσο έκφρασης του ανθρώπου είναι η ζωή του». Αυτό φαίνεται έκδηλα και στην τελευταία συλλογή διηγημάτων του Κουμανταρέα. Κυριαρχούν μεν σε αυτά βιωματικά γεγονότα και πρόσωπα που καθόρισαν τον συγγραφέα. Όμως εκείνος με αφορμή την ιδιωτική του σφαίρα δε γράφει, φυσικά, για τη ζωή του, αλλά, όπως σε όλα του τα γραπτά, μας μιλά ευρύτερα για την ύπαρξη. Αποκωδικοποιεί αρχέγονα αινίγματα. Αινίγματα όπως: η μετέωρη σχέση που μας συνδέει με τον Άλλο, οι αντιφάσεις που χρωματίζουν κάθε χαρακτήρα, η ακραία μας πορεία προς την ωριμότητα.
Ο Κουμανταρέας δε θα διαφωνούσε με την ομολογία του Fernando Pessoa ότι «η ουσία του κόσμου δεν είναι η πρωτοτυπία αλλά η ανανέωση». Έτσι, από τα Μηχανάκια κιόλας ο θεματικός άξονας των βιβλίων του παραμένει σταθερός και το ζητούμενο ένα: με χειρισμούς εξαίσιους να τον ανανεώνει κάθε φορά.
Σε όλα του τα κείμενα συναντάμε πρόσωπα που πιάνουν τον εαυτό τους λυπημένο και ένοχο, σαν κάτι να τους έλειψε από παλιά. Κάτι αναντικατάστατο(Το Κουρείο, σ.34). Όπως διαλύονται οι χίμαιρες, πέφτουν τα οράματά τους και σκοτώνονται (Το Κουρείο, σ.22). Τη μέρα κινούνται στο άπλετο φως της κοινωνίας και τη νύχτα βρίσκονται ξαφνικά στο σκοτεινό κατώγι των αισθήσεων (Νώε,σ.25). Είναι γι’ αυτούς ο χρόνος τέλεια καταστροφή, η χρυσή επιφάνεια με τους λαμπερούς ωροδείχτες, και μέσα τα γρανάζια σκουριασμένα (Το Αρμένισμα, σ.159). Πονάνε από μια φυσική και αναπότρεπτη αιτία, γιατί ζούνε με μεταχειρισμένα αγγίγματα (Το Αρμένισμα, σ.164).
Όπου και να στραφούν αντικρίζουν καθρέφτες που δυναμώνουν την απουσία. Οι καθρέφτες έχουν μια ιδιάζουσα λειτουργία στα μυθιστορήματα του Κουμανταρέα. Δε μεγαλώνουν το χώρο. Επάνω τους ανακλώνται συνειρμοί, επιθυμίες, κρυφές αμφιβολίες, το πέρασμα του χρόνου. Κι όταν κανείς αναρωτιέται τι ώρα είναι, το είδωλό του απαντά: Ό,τι ώρα ήταν δυστυχώς πάντα. Είτε πολύ αργά, είτε πολύ νωρίς (Νώε, σ.194). Πρόκειται για πρόσωπα που φοβούνται μη σε κάποιον απ’ όλους τους καθρέφτες μια μέρα χαθούν (Το Κουρείο,σ.61). Γι’ αυτό γελάνε στη στιλπνή επιφάνεια με την ελπίδα να τους κάνει ένα νόημα φιλικό (Το Αρμένισμα,σ.141). Καθρεφτίζονται σα να θέλουν να βεβαιωθούν για την αρτιμέλεια του κορμιού τους (Βιοτεχνία Υαλικών, σ.25).
Και ξαφνικά βλέπουν μέσα τους κακόφημους δρόμους. Μισοσκόταδο. Μια γυναίκα λιπόσαρκη, κιλοτάκι ξεχειλωμένο, πεσμένα στήθια. Κάθεται κι αυτή μπρος σ’ ένα ραγισμένο καθρέφτη δοκιμάζοντας ένα ψεύτικο κολιέ. Με την είσοδο των πελατών, αφήνει το κολιέ να της πέσει (Νώε, σ.78). Αλήθεια, βίωσαν ποτέ μια τέτοια σκηνή ή μήπως την έζησαν σ’ ένα μυθιστόρημα; Δεν μπορούν να θυμηθούν. Ίσως γι’ αυτό ζούνε με χάπια, κι οι φράσεις τους μυρίζουν νικοτίνη (Βιοτεχνία Υαλικών,σ.118). Καμιά φορά σκέφτονται να πάνε σ’ ένα ξενοδοχείο, να μείνουν εκεί με ψεύτικο όνομα (Νώε, σ.185), σαν να παίζουν σε ταινία του Antonioni. Είναι σημαδεμένοι από μια φράση που τους ψιθύρισαν κάποτε: «Η ευτυχία είναι μια λέξη που υπάρχει στα λεξικά».
Κατά βάθος τους αρέσει κάθε τι που δύει, που βουλιάζει (Το Αρμένισμα,σ.102). Ακόμα και η νύχτα είναι ένα πέλαγος που διασχίζουν με βυθισμένη τη συνείδηση (Ο Ωραίος Λοχαγός,σ.43). Ό,τι έχει απομείνει από τα παλιά και λησμονημένα, τις διαδηλώσεις περασμένων δεκαετιών, τα κλομπ που βαρούσαν στο ψαχνό, τα υπόγεια στην Ασφάλεια τις νύχτες (Βιοτεχνία Υαλικών, σ.170), τους έχει αφήσει μια γεύση σκουριάς, αυτήν που πιάνουν τα ύφαλα στα πλοία, οι στριφογυριστές σκάλες στα παλιά σπίτια (Βιοτεχνία Υαλικών,σ.170). Ακούνε από παντού συμβουλές ότι χρειάζεται υπομονή και χρόνος. Αλλά υπομονή και χρόνος είναι αυτά που τους σακάτεψαν τόσον καιρό (Βιοτεχνία Υαλικών,σ.114). Αν λυπούνται για κάτι, είναι γιατί δεν έμαθαν αυτό που θα ’πρεπε να ’ναι απ’ τα πρώτα μαθήματα στη ζωή: να διαλέγουν τους ανθρώπους που τους περιστοιχίζουν (Το Αρμένισμα, σ.123). Γιατί όλο προσπαθούν να νιώσουν κάτι που δεν το έχουν, όπως θα σχολίαζε και η Virginia Woolf.
Έτσι, ο Άλλος έχει πάντα κάτι από το άπιαστο, το φευγαλέο, που τα όνειρα και οι αυταπάτες συντηρούν (Το Κουρείο,σ.52). Δεμένοι κι εξαρτημένοι από οικογένειες πώς να είναι αυτάρκεις; (Το Κουρείο, σ.63). Είναι πρόσωπα που ξέρουν τι κάνουν, μόνο που δεν ξέρουν πώς να το κάνουν (Το Αρμένισμα, σ.121). Χαρακτήρες με μια έμφυτη εξάρτηση: τη νεότητα. Διότι οι άνθρωποι ζούνε μια φορά. Όταν είναι νέοι. Ή αρκετά νέοι. Έπειτα, όλα τ’ άλλα που έρχονται τους είναι ξένα (Η Μυρωδιά τους με Κάνει να Κλαίω, σ.198). Κι όλη η αγωνία είναι να γίνουν ώριμοι, χωρίς να χάσουν την πρώτη δροσιά. Θέλουν να γίνουν σοφοί, μαζί κι αθώοι. Γίνεται; (Η Συμμορία της Άρπας,σ.198). Κι όμως, υπήρξαν κάποτε ευτυχισμένοι. Μα η ευτυχία είναι μια κατάσταση που τη φτιάχνεις εκ των υστέρων στο μυαλό (Η Συμμορία της Άρπας, σ.184). Το πέρασμά τους από τη ζωή εξαγνίζεται, γίνεται λυτρωτικό για τον αναγνώστη (Η Γυναίκα που Πετάει,σ.237). Ο θαυμαστός τρόπος που οι λέξεις ξετυλίγονται μας λύνει από τα δεσμά με τα οποία η μοίρα έχει καθηλώσει κι εμάς τους ίδιους (Νώε,σ.151).
Ο Κουμανταρέας θέλγεται από καταστάσεις και πρόσωπα που έχουν φτάσει στα ύψη μιας θριαμβευτικής απελπισίας (Ο Ωραίος Λοχαγός,σ.184). Πιστεύει ότι κάθε πλάσμα στο σύμπαν δικαιούται μια περίοδο χάριτος, μια στιγμή αποκάλυψης, ένα διάστημα στη διάρκεια του οποίου τα πράγματα του φανερώνονται στην πρωτεϊκή τους μορφή (Νώε, σ.216). Ίσως γι’ αυτό ο θίασός του κι όταν σωπαίνει, είναι οι σιωπές του σαν τα παλιά βιολιά μέσα σε σκονισμένες θήκες (Βιοτεχνία Υαλικών,σ.154). Να μη μας διαφύγει: τα δομικά υλικά του Κουμανταρέα δεν είναι μόνο ο εσωτερικός ρυθμός των φράσεων, αλλά και η έμμεση επίδραση της κλασικής κυρίως μουσικής, που συχνά ενσωματώνει στα έργα του. Γράφει για να αναδείξει «το μουσικό χαρακτήρα της φύσης και της πραγματικότητας», όπως θα έλεγε και ο Γιώργος Χειμωνάς.
Όσο για τις ίδιες τις λέξεις, πηγάζουν αβίαστα από ένα λόγο που ανάγεται τόσο στον Ευριπίδη –όπως η φράση «αποφώλιον τέρας»– όσο και σε κουβέντες που μαθαίνει κανείς στο δρόμο. Και ο Κουμανταρέας αγαπάει πολύ τις κουβέντες αυτές. Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξο που μας έχει δώσει την πιο απροσδόκητη προέκταση του ρήματος «καυλώνω». Γράφει για τους θαμώνες ενός οίκου ανοχής: Έμπαιναν καυλωμένοι κι έβγαιναν μαγεμένοι.
Ας προσέξουμε και κάτι άλλο: γνωρίζουμε από τον Wallace Stevens ότι:«Ο άνθρωπος είναι η φαντασία ή μάλλον η φαντασία είναι ο άνθρωπος». Η αφηγηματική ανάπτυξη αυτής της θέσης, όπου φαντασία και πραγματικότητα αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία, αποτυπώνεται πλήρως στα τελευταία κείμενα του Κουμανταρέα. Αναφέρομαι στο μυθιστόρημα Νώε και στο εκτενές διήγημα «Κουαρτέτο». Όλα τα έργα του αποτελούν μιαν αδιάσπαστη ενότητα. Ενδεικτικά αναφέρω ότι η κοσμοαντίληψη που διατρέχει τα Μηχανάκια αναπτύσσεται σαν σπόρος για να καρποφορήσει στα μελλοντικά του μυθιστορήματα. Γράφει στα Μηχανάκια: Φτάνει να κάνεις κάτι όχι απλά και μόνο για να λες πως το ’κανες, αλλά γιατί μέσα σου θα το θέλεις και ο ίδιος. Και είναι αδύνατο να μη θέλει κανείς κάτι σ’ αυτή τη ζωή (Τα Μηχανάκια, σ.204). Και επανέρχεται στον Νώε, στο ίδιο μοτίβο: Πρέπει να είναι κανείς ταγμένος κάπου. Σ’ ένα θεό. Κι αν δεν υπάρχει; Τότε, τον δημιουργείς μόνος σου. (Νώε, σ.235).
Σε όλα τα αφηγήματά του η σκηνογραφία είναι αθηνοκεντρική.
Αλλά ο ήλιος που στη δεκαετία του ’60 αντανακλούσε στις προσόψεις των κτιρίων, στερώντας τις κολόνες από κάθε βάρος, κάνοντας τις στέγες χάρτινες σαν σκηνικό (Ο Ωραίος Λοχαγός, σ.169) γίνεται στη Φανέλα με το Εννιά το ίδιο απέραντο μυστήριο που έχει γίνει και η Αθήνα (Η Φανέλα με το Εννιά, σ.209). Μυστήριο που ο Κουμανταρέας θέλει να ξεδιαλύνει στο τελευταίο του διήγημα «Παντός Ελεήμονος». Εκεί μας οδηγεί πίσω από το σκηνικό της πόλης. Είναι μια πρόσοψη που δεν κρύβει, όπως άλλοτε, την αποξένωση αλλά μια πιο διαβρωτική αλήθεια: τον αποκλεισμό του άλλου μόνο και μόνο επειδή είναι διαφορετικός από εμάς.
Ήρθε η ώρα τώρα να αποχαιρετήσουμε τα μέλη του θιάσου του. Δεν είναι πρόσωπα απαισιόδοξα. Νιώθουν πανέτοιμα για κάθε γόνιμη χαρά, κι ας βρίσκεται αυτή στο στιγμιαίο και στο εφήμερο. Γι’ αυτό εάν τα ρωτούσαμε τι θα ’θελαν πιο πολύ, θα μας απαντούσαν με μια φωνή: Θα ’θελα να ’ταν χτες. (Αρμένισμα, σ.90).
Νομίζω ότι υπάρχει ένα motto που διαχέεται στην ατμόσφαιρα του Κουμανταρέα. Το δανείζομαι από τον Raymond Carver: «Τα πράγματα αλλάζουν. Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό. Όμως, αλλάζουν, χωρίς εσύ να το καταλαβαίνεις ή να το θέλεις.» Είναι γνωστό ότι ο επιμελητής του Raymond Carver ισχυριζόταν ότι ήταν αποφασιστική η συμβολή του στα πρώτα διηγήματα του Αμερικανού συγγραφέα, φτάνοντας ως την ακρότητα να διεκδικεί και ένα μέρος της πατρότητάς τους. Αλήθεια, τα σχόλια, οι διαγραφές ολόκληρων σελίδων και οι προσθήκες στα δοκίμια ενός κειμένου τι μπορεί να υποκρύπτουν;
Ως επιμελητής αρκετών βιβλίων του Κουμανταρέα θα πω επιγραμματικά: Είναι αδύνατον να εμφυσήσεις πνοή, ρυθμό και ύφος σε οποιοδήποτε άτεχνο γραπτό. Του προσίδεις μονάχα αναγνωσιμότητα για εμπορική χρήση. Κανείς δεν είναι σε θέση να καθοδηγήσει έναν συγγραφέα στη θεμελίωση του έργου του. Ο Γιώργος Χειμωνάς γράφει πως «ό,τι γυμνότερο έχει ο άνθρωπος είναι ο λόγος». Εάν ο συγγραφέας δεν μπορεί να χειριστεί αυτή τη γύμνια, κανένας επιμελητής δε θα τον διασώσει. Ο επιμελητής παίζει το ρόλο που διαδραματίζουν οι σύμβουλοι ενός ηγέτη. Όσο καίριος κι αν είναι αυτός ο ρόλος, δε γίνεται ποτέ αποφασιστικός. Θεωρώ μάλιστα ότι η πεμπτουσία των παρεμβάσεων σε ένα αφήγημα είναι ευθέως ανάλογη με την αξία του κειμένου. Δηλαδή, όσο περισσότερες προοπτικές διανοίγονται στον επιμελητή καθώς το διαβάζει, τόσο περισσότερες ιδέες συλλαμβάνει που θα βοηθήσουν τον συγγραφέα στην οριστική επεξεργασία του λόγου του. Κι ο συγγραφέας χρειάζεται αυτή τη βοήθεια, γιατί όπως έχει πει και ο Κινέζος ποιητής Λου Τσι:
Μόνο γράφοντας και μετά διορθώνοντας
και διορθώνοντας
μπορεί κανείς να κερδίσει την απαραίτητη
ενόραση.
Από τη συνεργασία μου με τον Κουμανταρέα συγκράτησα την πρωτοφανή του ευχέρεια να προτείνει πολλαπλές και ισοδύναμες εναλλακτικές λύσεις, όποτε του επεσήμανα ότι κάποια πρόταση χρειαζόταν επαναδιατύπωση. Και κάτι ακόμη: στην ποίηση ο τελευταίος στίχος έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι σηματοδοτεί την έξοδο προς το φως. Ας μην ξεχνάμε ότι τα διηγήματα έχουν μια φυσική κλίση προς τα ποιήματα. Κι αυτό διαφαίνεται στην τελευταία τους παράγραφο, που έχει μια ανάλογη βαρύτητα. Ο Κουμανταρέας, ο οποίο δεν παραλείπει να εγκιβωτίζει στα περισσότερα έργα του στίχους ποιητών – της Σαπφούς, του Κάλβου, του Καβάφη, του Rilke -, καταφέρνει ώστε η τελευταία παράγραφος στα διηγήματά του να είναι όπως ακριβώς και η ποίηση: μια ενδοφλέβια ένεση.
Θυμάμαι επίσης κάτι χαρακτηριστικό από την εποχή που διορθώναμε τη νέα έκδοση της Βιοτεχνίας Υαλικών. Υπήρχε μια παρομοίωση που δε μου άρεσε: Ο ήλιος χαμήλωνε, έπαιρνε χρώματα βαθυκόκκινα, σα να είχαν πετάξει κανένα σφαχτάρι μέσα. Του είπα: «Μένη, γιατί δεν το αλλάζεις; Τι το θέλεις αυτό το σφαχτάρι;». Αυθόρμητα ξεσπάσαμε και οι δυο σε γέλια. Στο τέλος μού είπε: «Άγη, δεν πειράζει, άσ’ το όπως είναι». Ήξερα από τον Wallace Stevens ότι η ποίηση, η λογοτεχνία είναι μια θεραπεία του μυαλού. Κι ίσως το γέλιο μας σήμαινε ότι αυτή η θεραπεία δε χρειάζεται πολλές εξηγήσεις.
Κύριε Κουμανταρέα, σας ευχαριστούμε γι’ αυτό που κάνετε.
Γιατί ό,τι κάνετε κάνει καλύτερο ό,τι έχετε κάνει.
Αυτό δεν είναι κολακεία.
Είναι στίχος του Σαίξπηρ.
Οι σελίδες που αναφέρονται αντιστοιχούν στην 1η έκδοση των βιβλίων.
