Ομιλία του Άγη Μπράτσου στη Στοά του Βιβλίου, 18.5.2009
Μαζεύω ήλιο και θάλασσα για το χειμώνα –ίσως και τίποτα αισθήσεις και εικόνες που κάποτε, στην ώρα τους, θάρθουν να μου ζητήσουν «να υπάρξουν», γιατί όσο υπάρχουν δε μου ζητάνε τίποτα– θα πρέπει να χαθούν για ν’ αρχίσουν ν’ αξιώνουν μια θέση στο στίχο. Κ’ εμείς: να τις σώσουμε για να σωθούμε.
Διάβασα απόσπασμα από γράμμα τού Γιάννη Ρίτσου στον Τάσο Λειβαδίτη που φέρει ημερομηνία 21/8/1973. Γράφτηκε στο Καρλόβασι Σάμου και δημοσιεύτηκε στη λέξη.
Εάν δεχτούμε ότι ισχύει απολύτως το νιτσεϊκό πρόταγμα «υγιής είναι όποιος έχει ξεχάσει», τότε η πολυπόθητη σωτηρία μας μοιάζει ανέφικτη. Βλέπεις, Σεβάσμιε φίλε –παράξενο, απευθύνομαι σ’ εσένα, ποιητή, όπως προσφωνούσε ο νεαρός Νεοπτόλεμος τον Φιλοκτήτη στο ομώνυμό σου ποίημα–, βλέπεις λοιπόν ότι πορευόμαστε σ’ έναν αρρωστημένο κόσμο. Όσο και αν αγωνιούμε να εξηγήσουμε τον εαυτό μας και να κατακτήσουμε ένα σύμπαν τελείως αμέτοχο στο ταξίδι μας, η φύση απλώς σκέπει τα πάθη μας στωικά. Είναι ένα κάτοπτρο που αντανακλά την εκστατική νοσταλγία για κρυπτικά νοήματα. Και τι σοφά έχεις γράψει: Κι ο καθρέφτης είναι ένα παράθυρο1. Στο βάθος του μαντεύουμε, όπως λες, εκείνη την ωραία, βαθύτατη αμεριμνησία τού σώματος2 καθώς προσπαθούμε να βρούμε και πάλι ή και να μιμηθούμε τη φυσικότητά μας3. Πράγματι, Σεβάσμιε φίλε, μιας και είμαστε εθισμένοι στο αναπάντεχο, ελπίζουμε αναίτια τα μέγιστα. Γι’ αυτό γράφουμε ποίηση και ολοένα ατενίζουμε κορυφώσεις.
1. Μαρτυρίες (Σειρά πρώτη), «Πρωί».
2. Ταναγραίες, «Κλαγγή».
3. Μαρτυρίες (Σειρά τρίτη), «Η παρακμή τού Νάρκισσου».
Και να, κάποτε, όπως γράφεις στο Αρχαίο φρούριο, τα βλέφαρα χαμηλώνουν με την απλή βεβαιότητα: ονειρεύομαι, είμαι, θα είμαι. Πόσα όνειρα, αλήθεια, στους στίχους σου. Πόση δικαιωμένη φύση. Ενδεικτικά διαβάζω από τις Χρωματικές λεπτομέρειες και την «Τέταρτη διάσταση». Δικαιωμένη φύση λοιπόν όταν οι άνθρωποι μαθαίνουν να κοιτούν τον ουρανό, / μαθαίνουν να διαβάζουν ένα πράσινο φύλλο4. Μπορεί ο άνεμος να τρέχει αδιάφορος5, μα εσύ, ποιητή, μνημειώνεις βαθιά ποτάμια, το πλατύστερνο χιόνι6 αλλά και τα πελώρια κυπαρίσσια,/ αυστηρά, σκοτεινά και φιλέρημα7 γιατί παντού, παντού σκοτωμένοι. Σκοτωμένοι σε βουνά που σκαρφαλώνουν στο ύψος τους με γαλήνια βεβαιότητα. / Βουνά των ανταρτών. Βουνά υπερήφανα που η ελευθερία / τα διάβηκε με πόδια ματωμένα / ανάμεσα στις κάθετες δόξες των έλατων8. Ποιος έφταιξε; Και ποιο το λάθος;9
4. Χρωματικές λεπτομέρειες, «Εξέλιξη».
5. Χρωματικές λεπτομέρειες, «Παράξενη ένταση».
6. Χρωματικές λεπτομέρειες, «Εξέλιξη».
7. Φιλοκτήτης.
8. Χρωματικές λεπτομέρειες, «Πληρότητα».
9. Χρωματικές λεπτομέρειες, «Παράξενη ένταση».
Κάποια στιγμή θα μας φανερώσεις στην Ελένη τον απώτερο σκοπό: ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει / η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κ’ η ομορφιά του ανθρώπου. Τα σκέφτομαι όλα αυτά, Σεβάσμιε φίλε, καθώς αγωνίζομαι να κρατηθώ από το αιχμηρό σήμερα. Κι έχω την αίσθηση ότι ακούω παντού την ηχώ σου: Σαν άγγιγμα τού ανέγγιχτου10, ψιθυρίζεις, ήταν οι παλιές μέρες. Κι όμως, παντοτινές οι μέρες ακεραιώνονται στους στίχους σου. Γράφεις για: ήσυχες λιακάδες11 και μιαν άσπρη πέτρα χιλιοσκάλιστη12 , ενώ το χαμομήλι / ξύνει με τα μικρά του νύχια το μεγάλο βράχο13 . Ξάφνου ένα καβούρι ανεβαίνει τρεκλίζοντας σ’ ένα χαλίκι / αργά, καχύποπτα, κι ωστόσο επίσημα, σα ν’ ανηφορίζει την αιωνιότητα14.
10. Μαρτυρίες (Σειρά δεύτερη), «Διαχυτικό».
11. Μαρτυρίες (Σειρά τρίτη), «Θάμβος».
12. Ταναγραίες, «Το άσπρο άλογο».
13. Αρχαίο φρούριο.
14. Μαρτυρίες (Σειρά δεύτερη), «Η μήνις».
Παραδίπλα –βλέπω ή διαβάζω; – τα μεγάλα πεύκα / όρθια απ’ τη θύμηση15. Και πουλιά που, όπως εκμυστηρεύεσαι, περνάνε από πάνω σ’ ένα βαθύ μενεξεδένιο, /κρεμούν δυο νότες πρόχειρες και χάνονται στο δείλι16. Ο καλπασμός των αλόγων σβήνει κατά μήκος της νύχτας17 κι η σελήνη εκεί, δε μας το κρύβεις: αδιάφορη μες στη διάρκειά της, / περήφανη μες στη σιωπή της18. Και στο βάθος, φυσικά, όλο υποσχέσεις, η θάλασσα με την ευπρόσδεκτη, όπως τονίζεις, αβεβαιότητα του απέραντου19. Η θάλασσα που χαράζει, το λες καθαρά, μια νυχιά βαθιά τής ομορφιάς, νυχιά ανεξήγητη20.
15. Αρχαίο φρούριο.
16. Μαρτυρίες (Σειρά πρώτη), «Ο σεμνός».
17. Φιλοκτήτης.
18. Δευτερόλεπτα, 51.
19. Αρχαίο φρούριο.
20. Μαρτυρίες (Σειρά τρίτη), «Εσαεί».
Καθώς κλείνω τα βιβλία σου, έχω την αλλόκοτη αίσθηση ότι το περιβάλλον πρόκειται κάποτε να μας κρίνει. Ας είναι τουλάχιστον τρυφερό μαζί μας. Σεβάσμιε φίλε, δεν αμφέβαλλα ποτέ για το ρόλο που παίζει η φύση στην ποίησή σου. Τη σκηνοθετείς σαν χορό αρχαίας τραγωδίας. Κι εκείνη με βαθιά αισθαντικότητα προδικάζει μέσα από το λόγο σου μυστικά νοήματα (πέρα από θεούς και μύθους, / πέρα από σύμβολα και ιδέες)21 . Η φύση σου δεν είναι σκηνικός διάκοσμος. Σαν άυλος πέπλος γνώσης και αισθημάτων κοσμεί όλα τα όντα. Ο Ιρλανδός ποιητής Michael Longley, ο οποίος σταθερά εμπνέεται από την Οδύσσεια και δεν παρέλειψε σε πρόσφατη συνέντευξή του να επισημάνει τη σημασία που έχει για τη νεοελληνική ποίηση το έργο σου, ο Longley, λοιπόν, σε ποίημά του που έχει τον τίτλο «Σύμφωνα με τον Πυθαγόρα» μάς δίνει τον εξής στίχο: «Η θεμελιώδης αλληλοσύνδεση όλων των πραγμάτων». Πρόκειται για την ίδια ευεργετική κατάφαση που κι εσύ υμνείς. Πρόκειται, εντέλει, για μια φύση που μας αποκαλύπτει, σύμφωνα με τους στίχους σου: όλο το οικείο, το τρομερό, τ’ αναρίθμητο θαύμα –όπως λένε– του κόσμου22 . Μια φύση η οποία σχεδόν απαιτεί να γευτούμε το ύψος, κι όπως λες χαρακτηριστικά ν’ αλλάξουμε τη στάση των πραγμάτων, να γίνουμε τόσο μεγάλοι ώστε να χωράμε ολόκληροι / μες στη γροθιά μας / υψωμένη / κατάντικρυ στην αδικία23 .
21. Μαρτυρίες (Σειρά δεύτερη), «Οι άσημες λεπτομέρειες».
22. Φιλοκτήτης.
23. Χάρτινα (Σειρά δεύτερη).
Η φύση στην ποίησή σου μας προϊδεάζει προφητικά, το ξεδιαλύνεις άλλωστε στον Φιλοκτήτη, για το τεράστιο, μάταιο άλμα μέσα στο άγνωστο. Κι εμείς ακονίζουμε το μυαλό με συναίσθημα προτού καταλήξουμε στην ύστατη, όπως διαπιστώνεις, νίκη: τη γνώση αυτή τη μελιχρή και τρομερή: πως δεν υπάρχει καμμιά νίκη24. Από το φυσικό περιβάλλον σου αναβλύζει η σοφία να μη στεριώνουμε σε καμιά βεβαιότητα. Για τούτο το λόγο, με λέξεις ανασκάπτουμε διαρκώς τη δική μας εσώτερη φύση και ίσα που αγγίζουμε απρόσιτα μηνύματα και ακατανόητες αισθήσεις. Έκθαμβοι τότε απευθύνουμε στον φυσικό κόσμο το ίδιο μονότονο και κωμικοτραγικό ερώτημα: Γιατί δε με καταλαβαίνεις;. Αλλά επειδή μας εξυψώνει το παραμικρό, έστω και αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα, μπορεί μ’ ένα ελάχιστο τριφύλλι / να ξεκλειδώσουμε τον κόσμο ή από μια μικρή περαστική πεταλούδα / να μάθουμε πάλι να διαβάζουμε το γαλάζιο25.
24. Φιλοκτήτης.
25. Δευτερόλεπτα, 63, 75.
Σεβάσμιε ποιητή, σε μια εποχή όπως η σημερινή, που η έξαλλη τεχνολογία στήνει τρόπαιο για τον Δυτικό άνθρωπο μια ζωή άνετη, αλλά στην προέκτασή της επώδυνη τόσο για το περιβάλλον όσο και για το ίδιο το ανθρώπινο είδος, πίστεψέ με, σε θυμάμαι παντοτινά. Θέλω να πω σε διαβάζω. Γιατί υπήρξες, όπως ομολογείς στο Γυμνό δέντρο, ερωτευμένος πάντα με τα δέντρα, τα πουλιά, τα ζώα / και τους ανθρώπους26 .
26. Γυμνό δέντρο, «Αποκατάσταση».
Δεν έτυχε ποτέ να σε γνωρίσω προσωπικά. Κι όμως, σε βλέπω συχνά στο ίδιο όνειρο. Είμαστε, λέει, οι δυο μας, εκτεθειμένοι σε μιαν εκτυφλωτική αμμουδιά ομηρικής έμπνευσης. Παραμένουμε αμίλητοι την περισσότερη ώρα. Αίφνης, με καίει η επίγνωση. Αμέσως τη μοιράζομαι μαζί σου: Ό,τι πολυτιμότερο μπορεί να κάνει ο άνθρωπος σου λέω, είναι να εκφραστεί. Το ακαριαίο σου σχόλιο με καθηλώνει: Έκφραση, μου επισημαίνεις, δε σημαίνει να πεις κάτι, / αλλά απλώς να μιλήσεις· και το να μιλήσεις / σημαίνει ν’ αποκαλυφθείς 27. Εκείνη τη στιγμή σού ζητώ να μου διηγηθείς μια ιστορία για τη φύση και τον άνθρωπο:
27. 12 ποιήματα για τον Καβάφη, «Καταφύγια».
ΙΣΤΟΡΙΑ
Τα σχέδια δε χρησίμευαν σε τίποτα – κάθε τόσο ανατρέπονταν, / όπως εκείνο το λεωφορείο στην εξοχή, – οι πιότεροι σκοτώθηκαν, / τους άλλους τους κουβάλησαν στο πιο κοντινό νοσοκομείο· ένας τροχός / κύλησε κάτου· τον βρήκε ένα παιδί· σκάρωσε πρόχειρα ένα χειραμάξι· / γυρίζει τώρα στο προάστιο· πουλάει πορτοκάλια· τα πορτοκάλια λάμπουν, / ένας σωρός ασήμαντοι ήλιοι. Τόσο απλά περνάμε. Τόσο απλά / μιλάμε, ξεχνάμε, συνηθίζουμε. Τόσο απλά μάς ξεχνάνε28.
28. Χειρονομίες.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο κάθε φορά το όνειρο ανατρέπεται. Έχω όμως την αίσθηση ότι το ίδιο το όνειρο είναι εκείνο που με αφυπνίζει, γιατί εμπιστεύεται τη φαντασία. Με άλλα λόγια, επαφίεται στη συνέχεια που τώρα μπορώ να δώσω. Αλήθεια, δεν αποκλείεται στο ίδιο όνειρο ν’ απομένουμε οι δυο μας, στην ομηρική αμμουδιά, ασάλευτοι, μέσα σε εύφορη σιωπή. Να μαζεύουμε ήλιο και θάλασσα, ίσως και τίποτα αισθήσεις. Κι ας μην τις σώσουμε. Κι ας μην υπάρχει περίπτωση καμιά να σωθούμε.
Εισαγωγή του Γ. Μπαμπινιώτη
Στο πλαίσιο τού Ποιητικού Βήματος, το οποίο διανύει την τριακοστή όγδοη συνάντηση, η Στοά τού Βιβλίου θέλησε με την εκδήλωση αυτή να μην απουσιάσει από την επετειακή προσφορά τιμής για τον Γιάννη Ρίτσο, που ξεκίνησε από το υπουργείο Πολιτισμού.
Εμείς εδώ, ένας χώρος βιβλίου, ένας χώρος παιδείας, ένας χώρος πνευματικός οργανώσαμε την αποψινή εκδήλωση, όπου έχουν προσκληθεί τέσσερεις άνθρωποι που έχουν ασχοληθεί ιδιαίτερα με τον Ρίτσο να μας μιλήσουν. Ο κ. Βιστωνίτης, ο κ. Αποστόλου, η κ. Καλογήρου και ο κ. Μπράτσος. Μετά την τοποθέτηση, τη σύντομη ομιλία που θα γίνεται από τους ομιλητές, θα έρχονται στο βήμα να μας διαβάσουν ποίηση άνθρωποι που ασχολούνται, που γράφουν ποίηση ή που κινούνται γενικότερα στον χώρο τής λογοτεχνίας.
Ο ίδιος θα ήθελα να εκφράσω την ιδιαίτερη ευαισθησία μου σ’ αυτό τον ποιητή, για τη δική του ευαισθησία στη χρήση τής ελληνικής γλώσσας. Νομίζω ότι στα τόσα χρόνια –επειδή ο Ρίτσος, η ζωή του, όπως ξέρετε, είναι ταυτισμένη με την ποίηση– δεν ξέρω άλλον για τόσα πολλά χρόνια, περίπου εξήντα, να γράφει ποίηση. Μέσα από αυτή την ποίηση ανέδειξε την ελληνική γλώσσα –υπήρξαν μεγάλες στιγμές–, ανέδειξε την ελληνική γλώσσα και πέρασε την αξιοποίηση τής ελληνικής γλώσσας στο λαϊκό της στοιχείο, όχι στο λαϊκίστικο, στο λαϊκό της στοιχείο. Και είναι και η τοποθέτησή του αυτή –και ιδεολογική βεβαίως αλλά και στην πράξη.
Μερικά ποιήματά του θεωρώ ότι είναι από τις μεγάλες στιγμές τής ελληνικής ποίησης. Με την εκδήλωση αυτή έχω την αίσθηση –και τη μοιράζομαι μαζί σας– ότι ευλαβικά, ταπεινά, εναποθέτουμε λίγα λουλούδια στη μνήμη τού ποιητή. Αυτό που κυριαρχεί –και το θεωρώ σημαντικό– είναι ο λόγος. Ο λόγος με τη διττή του έννοια: οι σκέψεις των ομιλητών και ο λόγος ο ίδιος τού ποιητή, περασμένος μέσα από ανθρώπους με ευαισθησία. Πρόκειται για απόλαυση τής γνησιότητας τού λόγου τού ποιητή, με την ευαισθησία ποιητών.
Πιστεύω ότι για τέτοια μεγάλα αναστήματα τού πνευματικού χώρου, τής ποίησής μας, δεν είναι ανάγκη να περάσουν 100 χρόνια από τη γέννησή τους ή από τον θάνατο κ.λπ. για να τους αφιερώσουμε εκδηλώσεις. Αυτά τα αναστήματα –για μένα ανάστημα είναι κάθε ποιητική μορφή– πρέπει να είναι στη σκέψη μας, στη συνείδησή μας, στην ψυχή μας, στον λόγο μας, με κάθε ευκαιρία. Γιατί αυτές οι επέτειοι κάπου γίνονται μία τεχνητή υπόθεση, ενώ κατ’ εξοχήν η ποίηση και ο ποιητής που τιμάμε υπήρξε μία βίωση τού κόσμου, τού λόγου και τής ίδιας τής ποίησης.
Γεώργιος Μπαμπινιώτης
Πρόεδρος τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας