Ομιλία του Άγη Μπράτσου στη Στοά του Βιβλίου, 9.2.2010. Η ομιλία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό κουκούτσι, τεύχος 3, Χειμώνας- Άνοιξη 2011.
Σε μια παλιά, ασπρόμαυρη φωτογραφία είμαι γύρω στα δέκα και στέκομαι -τυχαία;- σε στάση προσοχής.
Στο φόντο η επιγραφή «Μαυσωλείον Σολωμού και Κάλβου».
Μίαν ιστορία,
Που την αισθάνονται
Τα σωθικά.
Ξεκινώ με Διονύσιο Σολωμό και γράφω τη δική μου ιστορία εν πλω. Την εποχή της υπέρτατης μυθοπλασίας το motto σου ήταν: Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι πιο διαυγείς πτυχές για τον άνθρωπο. Ωραία λόγια. Όμως η ανίατη λαχτάρα για έρωτα και η αρρωστημένη επίγνωση πως όλα κάποτε θα χαθούν είναι κατεξοχήν σκηνικό. Αλλά η πραγματική ζωή χρειάζεται σκηνοθεσία, και όχι μόνο σκηνογραφία.
Θυμάσαι το πρώτο μας σκασιαρχείο στα δεκαεφτά; Άφραγκοι σχεδόν φτάσαμε στην εξοχή. Ένιωθα άτρωτος απέναντι στη φύση και αυτό μ’ έκανε να ξεσπώ σε κραυγές. Τότε ακόμη φαινόταν αδιανόητος ο στίχος του Wallace Stevens: «Είναι ένας ήχος σαν όλους τους άλλους. Θα σταματήσει».
Τα βλέπω όλα ζωντανά! Ήταν άνοιξη του 1981, μια εποχή πρώιμη για το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου.
Παράξενο, θα ορκιζόμουν ότι ο ίδιος ο Ελύτης «φορώντας την προσωπίδα του Ήλιου» φανέρωνε πως «από κοντά» ήσουν «απλώς μια ωραία γυναίκα που μύριζε κήπο».
Φανέρωνε πως ήταν αίνιγμα η ομορφιά. Το μόνο που ήθελα ήταν να λύσεις τα μαλλιά σου. Ν’ ακούσω πως είμαι το ηλιοβασίλεμά σου.
Τι σοκ ήταν αυτό όταν, αντί για χρώματα συναισθηματικά, σε είδα να κραδαίνεις ένα βιβλίο και ν’ απαγγέλλεις Καβάφη:
Είν όλ’ αυτά τα πράγματα πολύ παληά-
το σκίτσο, και το πλοίο, και το απόγευμα.
Τι αιματηρός στίχος και για τον δικό μου ναρκισσισμό και για το τέλος της σχέσης μας που ερχόταν ολοταχώς.
Θ’ αναρωτιέται κανείς: Εκείνη τη μυθική εποχή που ο κόσμος ήταν συνώνυμος μ’ εσένα κι εμένα τι χρειαζόταν η Ποίηση ανάμεσά μας ;
Τα κατάστερα σ’ αγαπώ δεν αρκούσαν ;
Ποτέ! Βλέπεις, εγκατοικούμε στο φως μονάχα όταν οι λέξεις γίνονται αίφνης απρόσιτες στη φθορά. Με την Ποίηση.
Μοιάζει φυσικό πια να μη θυμάμαι τη γεύση και την αφή σου.
Αφύσικο θα ήταν να ξεχάσω την απαγγελία: «Είν’ όλ’ αυτά τα πράγματα πολύ παληά-». Σαν απάντηση ακούω τη φωνή του Καρυωτάκη να διαπερνά το χρόνο:
…όλα έπρεπε νά ’ρθουν καθώς ήρθαν!
Και τα λόγια του είναι ίδια μ’ εκείνα τα παλιά που έγραψε πρώτος ο Αισχύλος:
καιρόν χρην τάδ’ ως επράξαμεν.
Με την Ποίηση υπάρχουμε παντοτινά.
«Ωραίο motto βρήκες», χαμογελούσε ο Γρηγόρης. Θα θυμάσαι ότι όλη κι όλη η επαφή που είχε ο φίλος μου με τον ποιητικό λόγο περιοριζόταν στα σχολικά αναγνώσματα. Τι μοίρα τον περίμενε να γίνουμε αχώριστοι και να πρέπει να εξηγήσει στον εαυτό του τι σημαίνει Ποίηση.
Όταν κάποτε του χάρισα τη συλλογή Ελένη του Γιάννη Ρίτσου, θυμάμαι ότι πρόσθεσα θριαμβευτικά: «Πρέπει να γίνουν διάφανες οι λέξεις για να διασχίσουμε το αόρατο. Αυτό είναι το έργο της Ποίησης».
Δεκαπέντε χρόνια μετά το χωρισμό μας βρίσκομαι μαζί του στο Hilton σε μια έκθεση αυτοκινήτων. Με αναστατώνει μια κόκκινη Maserati, κι ας μην έχει «αναμμένους τους φανούς σαν δόξα», όπως θα έγραφε ο Εμπειρίκος.
Είμαι έτοιμος να μοιραστώ αυτή την αίσθηση με το alter ego μου, αλλά την ίδια στιγμή μάς πλησιάζει μια γυναίκα σαν μοιραία πρωταγωνίστρια. Απροκάλυπτα της λέει : «Πρόκειται για έργο τέχνης, όχι για αυτοκίνητο. Και πόσο σου πηγαίνει! Το φόρεμά σου είναι κι αυτό κόκκινο, το στιλ σου εξίσου αριστοκρατικό».
Το αυθόρμητο ποιητικό ξέσπασμα του φίλου μου δε με ξαφνιάζει. Συναισθανόταν ότι δε γινόταν να εκδηλωθεί διαφορετικά.
Η Ποίηση είναι μια γλώσσα ενστικτώδης.
Κι ενστικτωδώς μιλάμε για να αντέξουμε το θάμβος.
Να το αντέξουμε γιατί η ομορφιά είναι κεντρί για βίωμα.
Ώστε αυτό είναι η Ποίηση: Η ενστικτώδης, απώτατη γλωσσική επικράτεια .Εκείνος ο αιφνιδιαστικός τόπος στον οποίο οι λέξεις δεν είναι ποτέ μονάχα όσα μαθαίνει κανείς ή όχι. Αλλά κάτι που μακάρι να το νιώσει. Η Ποίηση εγκαινιάζει διαρκώς μιαν άλλη οπτική. Όποια θέαση κι αν διαλέξουμε, θ’ απελευθερωθούμε. Μην ξεχνάς όμως ότι τα ποιήματα δεν είναι αθώα, γιατί σκοτώνουν το πάθος να ζουν οι άλλοι όπως εσύ.
Κι έρχεται τότε η ώρα να μιλήσεις μια γλώσσα που φαινόταν αποξενωμένη.
Φαντάσου πανωλεθρία.
Όπως εκείνη που έζησαν οι νεαροί Λακεδαιμόνιοι στη ναυμαχία κοντά στην Κύζικο, το Μάρτιο του 410. Η νίκη των Αθηναίων ήταν φαντασμαγορική. Στη Σπάρτη έφτασε το μήνυμα: «Τα πλοία καταστράφηκαν. Ο Μίνδαρος νεκρός. Πεινούν οι άντρες. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε».
Μπροστά στο θάνατο οι Σπαρτιάτες μίλησαν ενστικτωδώς, μ’ έναν τρόπο που θύμιζε στίχους του Αθηναίου Σοφοκλή. Δεν είναι καθόλου παράδοξο. Πάντα στο τέλος, νικητές και ηττημένοι, διψούν για ωδές.
Σε μια αναδίπλωση του χρόνου, ο Κάλβος, μετά τη ναυμαχία, στέκεται πάνω στα κύματα και αποθεώνει κάθε νεκρό σώμα ξεχωριστά:
Χθες τον ουράνιον έτρεχε
δρόμον ο ήλιος· χύνων
τας πλέον λαμπράς ακτίνας
το μέτωπόν σου αντέστραπτεν
ως αθανάτου.
Δεν ξέρω αν σ’ αγγίζουν οι στίχοι του με την ίδια ορμή που με αναφλέγει. Άλλωστε, μονίμως αυτό συμβαίνει. Το ποίημα που γράφει ο ποιητής γίνεται διαφορετικό στη ματιά του Άλλου. Ακόμα και όταν συμπίπτουν δύο αναγνώσεις, αποκλίνουν οι ρυθμικές εντάσεις, οι κραδασμοί που προκαλεί η Ποίηση. Το ποίημα που σ’ εμένα δίνει τη δύναμη να φέρω τον κατακλυσμό σε μια αφυδατωμένη πραγματικότητα γίνεται για τον αναγνώστη μου το σπάνιο όχημα μετάβασης σε μιαν άλλη διάσταση.
Το μόνο που με σώνει είναι η δύναμη να πληκτρολογώ ξανά και ξανά:
Είν όλ’ αυτά τα πράγματα πολύ παληά-
το σκίτσο, και το πλοίο, και το απόγευμα.
Σβήνω απότομα την οθόνη. Πλησιάζουμε στη Ραφήνα. Έχω μια αναπάντητη κλήση στο κινητό μου από τον Γιώργο Χρονά. Ακαριαία ταξιδεύω στο ποίημά του «Ο Παζολίνι στη Ραφήνα»:
Εμείς γεννηθήκαμε για να υποφέρουμε, μου είχες πει.
Δεν είναι λόγια από όπερα
αλλά από κάποιο έργο του Ευριπίδη.
Θέλω το ευτελέστερο πρόσωπο
για να το υπηρετήσω
Για να εξευτελιστώ, Μαρία.
Γιατί, Πιέρ Πάολο;
Σαν μουσική φτάνει στη φαντασία μου αυτό το «γιατί». Αποβιβάζομαι με γυμνά χέρια. Μοναδικές αποσκευές δηλώνω την Ποίηση, αυτή τη μυστηριώδη κυτταρική περιπλάνηση. Για τις ενοχές μου δε λέω κουβέντα. Ενοχές γιατί δεν μπορώ να σ’ έχω όπως θέλω, μια και ποτέ δε σ’ έκανα ποίημα.
Σε άφησα, τελείως σ’ άφησα, να μείνεις ανάμνηση.