του Βασίλη Ζηλάκου
Οδός Πανός, τεύχος 144, Απρίλιος-Ιούνιος 2009
Μου τον σύστησε ο Γιώργος Χρονάς. Εκεί. Στην συναυλία που έδωσε το καλοκαίρι στην Αθήνα ο Leonard Cohen, σε ένα χώρο που τα βράδια θυμίζει έντονα το Mont Royal, το βουνό στους πρόποδες του οποίου βρίσκεται το πατρικό του τραγουδοποιού, στο πάντα ζωηρό Montreal. Ήταν ο Άγης Μπράτσος. Τον ήξερα. Από την πρώτη συλλογή του, Prίmα Vista, από τις εκδόσεις Οδός Πανός. Ύστερα από δύο εβδομάδες θα τον μάθαινα καλύτερα από την 7η ποιητική του συλλογή (Πρώτο φως, Εκδόσεις Κέδρος), όπου ο ποιητής καταπιάνεται με το πρόβλημα της ταυτότητας της ατομικής ύπαρξης ενώπιον μιας ολότητας αινιγματικής και σκληρής στο μεταμοντέρνο -εν πολλοίς φρενοειδές και σχιζοφρενές- σύμπαν μας. Με ύφος άλλοτε φιλοσοφικό και αμερόληπτο και άλλοτε εμπλουτισμένο από μετριοπαθή εξομολογητικό νέο λυρισμό και την πάντα υποβόσκουσα μνήμη (ιδίως όταν μπαίνουν στο μικροσκόπιό του ο έρωτας, η μοναξιά, η γονική και συζυγική σχέση ή η πρόσφατη νεοελληνική ιστορία), τα 46 ποιήματα της όμορφης συλλογής συμμερίζονται μια δοκιμιακού τύπου ανάπτυξη -μορφοποιημένης θαρρείς σε μικρές εξπρεσιονιστικές ψηφίδες- με στόχο να υπαινιχθεί, ή καλύτερα να μορφωθεί στον αναγνώστη, το ασχημάτιστο σχήμα με και μέσα στο οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος κινείται και αυτοπροοδιορίζεται. Ο ποιητής δεν μοιάζει τόσο να ακολουθεί τα ποιήματά του όσο να καταγράφει τις εσωτερικές αλήθειες που αυτά κομίζουν συνδέοντας τα νοήματα που αυτά κομίζουν σε ένα σύνολο όπου διαβιούν τα αποσπάσματα ενός θρυμματισμένου κόσμου.
Για τον Μπράτσο η αναζήτηση του νοήματος δεν είναι μια εσωτερική και άκαμπτη νοητική διεργασία αλλά αποτέλεσμα της συνέπειας που επιδεικνύει η αυθεντική ύπαρξη που θέλει, αν μη τι άλλο, να βιώνει την πραγματικότητα όπως αυτή όντως είναι∙ στο σημείο τομής της αντικειμενικότητας και της υποκειμενικότητας, εκεί δηλαδή που επισυμβαίνει το γεγονός της πρωταρχικής αίσθησης των πραγμάτων και όπου τον βασικό λόγο μπορεί να έχει μόνον η ποίηση ως η πιο γνήσια, έλλογης μορφής, έκφραση του πρωτεϊκού. Του όντως αληθούς. Συνεπώς δεν είναι διόλου τυχαίο που ο Μπράτσος με το πρώτο του και το τελευταίο του ποίημα σηματοδοτεί το «αναπάντεχο» αυτής της μοιραίας συνάντησης στις λέξεις τρομοκρατία και τρομοκράτες, ωσάν αμφότερες να περιγράφουν με τον πλέον ευκρινή τρόπο και με μηδαμινή ρομαντική ένταση τον αποπροσανατολισμό μιας ολόκληρης εποχής αλλά και τον κόσμο στον οποίον ξυπνά και κοιμάται η συνείδηση προσπαθώντας να οδηγηθεί σε μια απόπειρα νηφάλιου στοχασμού.
Η οπτική που υιοθετεί ο Μπράτσος κατά μήκος της συλλογής του είναι συνεπώς τα απλά δεδομένα της συνείδησης των πλείστων εξ υμών, πράγμα που προσδίδει στο έργο ειλικρίνεια και ρεαλισμό: ο κόσμος πλάστηκε με ψέματα και με την ασίγαστη δίψα για περισσότερη εξουσία. Αυτός είναι ο κόσμος μας. Αυτός ήτανε πάντα ο κόσμος. Τρόμος. Όπου μέσα του ψυχορραγεί η επικοινωνία και θριαμβεύει το κενό, η διάψευση, το πέρασμα του χρόνου. Η ζωοδόχος «αδιαφορία» της φύσης και η απουσία της αγάπης. Η συλλογή Πρώτο Φως συναρπάζει με τον κυνισμό της, τον μειλίχιο καταγγελτικό της τόνο και την αποστασιοποιημένη -μα και κάποτε σκεπασμένη- ευαισθησία της, χαρακτηριστικά που όπως θέλω να πιστεύω προέρχονται από την διάθεση του ποιητή να απεικονίσει με αντικειμενική πιστότητα το χάος στην ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου (αλλά όχι μόνον αυτού) και να δημιουργήσει συναισθήματα. Κλείνοντας την συλλογή του Άγη Μπράτσου ένας αέρας αισιοδοξίας πνέει πάνω από τις σελίδες. Μήπως η αληθινή ελευθερία είναι η επίγνωση και η παραδοχή της ανελευθερίας; Με δειλία ανοίγω ξανά το βιβλίο. Τα μάτια μου πέφτουν στους παρακάτω στίχους:
Μα οι λέξεις δεν είναι παίξε γέλασε.
Κι ίσως ελευθερία δεν είναι η άνοδος στο φως
αλλά μια κάθοδος στο πιο κυτταρικό σκοτάδι.