Ομιλία του Βασίλη Κουγέα, ποιητή, καθηγητή και αναπληρωτή Πρύτανη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, κατά την παρουσίαση της συλλογής Αναπάντητες, στο βιβλιοπωλείο Επί Λέξει, στις 11.11.2016
Αναρωτιέμαι: τι έχουν τούτα τα ποιήματα κι αξίζει να σκύψεις πάνω τους, όχι μ’ εκείνο το αφηρημένο βλέμμα που διαβάζει κανείς μια είδηση σε μια εφημερίδα; Η ερώτηση είναι ρητορική. Παρακολουθώ χρόνια την αντισυμβατική ποίηση του Άγη Μπράτσου: εξακολουθεί πάντα να με εντυπωσιάζει και να με γοητεύει η δροσιά, η ζωντάνια κι η νεανικότητα των στίχων του, παρ’ όλο που κινούνται γύρω από άξονες όπου για άλλους η κόπωση, η απογοήτευση, η κυνικότητα και το αδιέξοδο κυριαρχούν.
Δείτε, πώς προχωρά τη ρήση του Παλαμά, στο μότο της συλλογής «τίποτε δὲν εἶναι ἀληθινὸ καὶ ὅλα εἶναι πιθανὰ», μια φράση του Γκυ Ντεμπόρ. Γράφει ο τελευταίος: «Δεν είναι τίποτα αλήθεια, όλα επιτρέπονται». Αυτό είναι το κλειδί με το οποίο θέλω ν’ ανοίξω απόψε την ποίηση του Άγη Μπράτσου. Δεν είναι τίποτα αλήθεια σημαίνει ότι τα στερεότυπα βάσει των οποίων σχηματίζονται βεβαιότητες μπορεί να είναι εκ των προτέρων αποφασισμένα, ενδεχομένως να εξυπηρετούν σκοπιμότητες, και πάντως δεν έχουν διασφαλισμένο, ισχυρό δεσμό με την αλήθεια. Αυτό μπορεί να το δώσει μόνο ό,τι είναι ανοιχτό στην αμφισβήτηση, στην αλλαγή, στον επανακαθορισμό του. Ήτοι, το περιεχόμενο της αλήθειας είναι πάντα ρευστό. Το «όλα είναι πιθανά» του Παλαμά δεν παύει να είναι μια διαπίστωση γενναία για την εποχή της, αλλά παθητική, με την έννοια ότι οι πιθανότητες συνδέονται και με το τυχαίο. Ο διορατικός Ντεμπόρ τη μετατρέπει σε ενεργητική. Δίνοντας έτσι, κατά τη ρήση του, τη δυνατότητα σ’ αυτόν που κρίνει κι αποφασίζει να δράσει στο πλαίσιο του: « Αφού δεν είναι τίποτα αλήθεια, όλα επιτρέπονται». Αλλά, το όλα επιτρέπονται δεν είναι ένα συμπέρασμα χωρίς βάρος για το υποκείμενο, καθώς και η απόφαση για ό,τι προκρίνει πως επιτρέπεται, κι αυτή, με τη σειρά της, κρίνεται. Το υποκείμενο καλείται να σκεφτεί, να δράσει, παίρνοντας υπεύθυνα στα χέρια του τη ζωή του, την πορεία του.
Σ’ αυτό το σκηνικό ο Άγης Μπράτσος γράφει την ποίησή του, με οδυνηρή ειλικρίνεια, περιγράφοντας το πώς αντιλαμβάνεται, πώς επιλέγει, ανάμεσα σε άλλα, ό,τι ο ίδιος επιτρέπει στον εαυτό του, αλλά και προτρέπει τους άλλους να σκεφτούν με τον ίδιο τρόπο. Φτιάχνοντας την εικόνα του κόσμου που μας / και τον περιβάλλει, δείχνει μια αλήθεια ορατή σ’ αυτόν, την «αλήθεια» του (αλλά και που είναι έτοιμη να αμφισβητηθεί), σπάζοντας ορισμούς, αξιώματα και εν τέλει, κλειστούς ορίζοντες. Ποίηση εσωτερική, με ένταση αλλά και λυρισμό, που επικεντρώνεται κυρίως στον έρωτα – καταφύγιο για όλους. Οι στίχοι του Μπράτσου δεν φοβούνται, δεν κρύβουν λόγια, δεν πολυλογούν, πάνε στην καρδιά του ερωτήματος που θέτουν, προτρέπουν, έχουν το θάρρος κι αναλαμβάνουν την ευθύνη να προτρέψουν. Γράφει: «Μην κάνεις πως δεν το βλέπεις. Μην αναρωτιέσαι προς τι. Ξεκίνα κάποτε κι εσύ».
Το ποίημά του «Προς Θερμοπύλες» είναι ένα από τα καλύτερα, κατά τη γνώμη μου, στην ελληνική ποίηση γι’ αυτό το θέμα. Αποτελεί χαρακτηριστικό υπόδειγμα των συλλογικών αναπαραστάσεων, με την κοινωνιολογική έννοια. Μας καλεί να διακρίνουμε για το πώς, ως τέτοια, μεταδίδεται, αναπαράγεται και εξελίσσει τη συλλογική μνήμη. Για να μπορέσει να το πετύχει αυτό, η αναπαράσταση πρέπει να διαθέτει βαρύτητα, ώστε να επηρεάζει τη νοητική στάση της κοινωνίας απέναντι στο αντικείμενό της. Γράφει ο Ντιρκχάιμ: «Αυτό που μεταφράζουν οι συλλογικές αναπαραστάσεις είναι ο τρόπος με τον οποίο η ομάδα αναστοχάζεται μέσα στις σχέσεις της με τα αντικείμενα που την επηρεάζουν». Αυτή την αναπαράσταση παίρνει ο Μπράτσος, σαν σκυτάλη σε αγώνα σκυταλοδρομίας, ανεβάζοντας το επίπεδο της μνήμης σε ουσιαστικές αλήθειες. Γράφει: «Πανέτοιμοι για θάνατο κάθε στιγμή και τώρα /όπως για έρωτα κάποτε και τα δικά του δώρα.[…]Προς Θερμοπύλες και ζωή περιωπής./Σε μια σίγουρη, ζωντανή αθανασία. /Ασφαλώς τη νιώθεις πριν το τέλος.[…] Ένας επίλογος γυμνός, σωματικός./ Με αυτοθυσία σπάνια. / Για να εισπνέουν οι εποχές και τα ήθη./ Κι άσε ν’ απορούν τα πλήθη / για το φθαρτό, τα ουράνια, το γραφτό».
Καταλήγοντας: «Δεν ήθελαν να ζήσουν πάση θυσία. / Ήταν όντως μια επιλογή ακραία/μα είχε η στρατηγική τους ουσία. / Καθόλου βάρη αναγκαία στον πρόσκαιρο βίο. / Αλλά βαρύτητα. Δεόντως βαρύτητα».
Πώς βλέπει ο ποιητής τον έρωτα και την ερωτική σχέση, που αποτελεί και τον κύριο άξονα σ’ ετούτο το βιβλίο; Πρώτα, με μια γενικότερη, ειλικρινή παραδοχή. Ο έρωτας είναι πείνα: «Πεινάμε κι ερωτευόμαστε σπασμωδικά». Για το κορμί, το μέσο, γράφει: «Αυτό είναι το σώμα. / Άλλοτε με ναι, κάποτε με όχι / σκοτώνει τις επιθυμίες/ κάποτε αληθείς, άλλοτε ψευδείς. / Αυτό είναι το σώμα, εάν θέλεις μια νύξη. / Ένας δολοφόνος με πρόσωπο αγγελικό». Η απουσία του άλλου αντιμετωπίζεται με τρυφερότητα: «Δε γίνεται να ζω χωρίς εσένα. / Όσο κι αν οι άλλοι μοιάζουν αρκετοί / στο βάθος εσύ μονίμως θάλλεις». Αυτή η τρυφερότητα όμως δεν εμποδίζει σκληρές παραδοχές: «Δε βρίσκω πια για σένα και για μένα / άλλοθι. / Εμείς αθώοι; Ομόφωνα ένοχοι. / Τόσους χιλιάδες βάλαμε ανάμεσά μας».
Αλλού, πάλι, γράφει: «Στο βλέμμα σου η δύση / γίνεται καθρέφτης. / Σε δευτερόλεπτα θα ραγίσει / ο ουρανός και η ψευδαίσθηση. / Αγχωμένος μετρώ τις στιγμές / κι αναμετρώ την ανεξήγητη αίσθηση. / Αμετανόητος είμαι, το ξέρω, γιατί κοίτα, δες / μπορώ να καταλάβω τη σαγήνη / μονάχα σαν εύρημα μέσα στο χρόνο».
Πώς βλέπει τον κόσμο, έναν κόσμο αποξένωσης μέσα στον οποίο πρέπει να επιβιώσει και να επιβιώσουμε; Γράφει: « Όλες οι εποχές διαφημίζουν μεγαλεία. / Αυτό είναι το δράμα. /Τα μεγαλεία παίρνουμε στα σοβαρά / και απωθούμε μ’ ένα νεύμα τετελεσμένα γεγονότα / για ν’ αντέχουμε το χρόνο και κάθε άλλη ακρότητα. / Δεν είναι κάτι άλλο η ανθρωπότητα. / Είναι στην κυριολεξία μια νηπενθής χειρονομία».
Γι’ αυτή την «παγίδα» ο Γκυ Ντεμπόρ έχει υποστηρίξει ότι η αλλοτρίωση του θεατή από το αντικείμενο της παρατήρησης (που είναι αποτέλεσμα της δικής του μη συνειδητής δραστηριότητας) σημαίνει ότι, όσο περισσότερο παρατηρεί, τόσο λιγότερο ζει. Όσο περισσότερο αποδέχεται να αναγνωρίζει τον εαυτό του εντός των κυρίαρχων εικόνων της ανάγκης, τόσο λιγότερο κατανοεί τη δική του ύπαρξη και τη δική του επιθυμία. Ο Μπράτσος κρατάει μια σωστή ισορροπία ανάμεσα σε όσα παρατηρεί και σε όσα ομολογεί για τον εαυτό του. Με τους στίχους του μας καλεί να προχωρήσουμε προς μία ανεπηρέαστη αυτογνωσία. Κύρια επίπτωση της κοινωνίας του θεάματος είναι η αποξένωση των ανθρώπων από την προσωπική εμπειρία. Που, αν και φαίνεται ότι αντισταθμίζεται από τις τεράστιες δυνατότητες επικοινωνίας που προσφέρει, τελικά εντείνει την ηθική απομόνωσή τους από την πραγματικότητα, αλλά κι από τον εαυτό τους. Όμως, κατά τον Μπράτσο, δεν ζούμε −δεν πρέπει να ζούμε− έτσι απλά, όπως έτυχε. Οι επιλογές αναδεικνύονται σημαντικές, ίσως όχι πάντα, αλλά αρκετές φορές. Ο έρωτας είναι αλυσοδεμένος, όχι άσχετος με όσα συμβαίνουν έξω, γύρω μας, στην κοινωνία. Ο ποιητής δεν αγνοεί, βλέπει τον κίνδυνο. Γράφει: «Κανείς άλλος δεν κινδυνεύει παρά εσύ. / Γιατί αν δοθεί ευκαιρία να πιάσεις το τιμόνι / θα ξεχάσεις πρώτα πρώτα / ότι παραμονεύει και η άλλη όψη. / Αρκεί μόνο να γκαζώσεις μόνος / και πιστεύεις πως όλα είναι φανερά. / Βλέπεις, ό,τι είναι αλλιώτικο θαμπώνει / μα δεν οδηγεί αυτομάτως πουθενά. / Υπάρχουν αγκάθια πολλά στο δρόμο / για να μοιραστείς γυμνή τη χαρά».
Δεν ξέρω ακριβώς ποιο είναι το νόημα του όρου Αναπάντητες που χρησιμοποιεί ο Μπράτσος για τον τίτλο της συλλογής του. Μ’ αρέσει που μ’ αφήνει να του δώσω περιεχόμενο, διαβάζοντας τους στίχους του. Είναι κλήσεις − και όχι μόνο κλήσεις αλλά κι ερωτήσεις προς τον άλλο, που δεν είναι βέβαιος για τις απαντήσεις του, δεν ξέρω κι αν πραγματικά νοιάζεται. Κι αυτό θέλει θάρρος. Σ’ αυτές τις Αναπάντητες που κάνει ο ποιητής ενσωματώνει τη θέση του, συχνά σκληρή, καθώς ο άλλος είναι απών, συνδιαλέγεται επομένως με την ανάμνησή του ή με μια κατάσταση που τείνει να γίνει ανάμνηση − ένα ενδιάμεσο πεδίο, που όμως το αντιμετωπίζει με τρυφερότητα. Το λίγο πριν παρόν πάθος μετατρέπεται σε απουσία: « Όλα μπορούν να γίνουν με υποθέσεις./ Ακόμα κι εσύ σ’ εμένα να γυρίσεις./ Αρκεί να περιμένω αιώνια».
Θα κλείσω, πάλι, με λόγια του Ντεμπόρ, αφού τον πάντρεψα με το νόημα της ποίησης του Άγη Μπράτσου. Γράφει, ο οξύνους, αιρετικός Γάλλος:
Ναι. Τριγυρνάμε μέσα στη νύχτα και αναλωνόμαστε από τη φωτιά.
Ο Μπράτσος το αποδέχεται με ειλικρίνεια, κι αυτό είναι ένα κόσμημα στην ποίησή του. Οι Θερμοπύλες κι ο Μάης του ’68 αστράφτουν μέσα στο χρόνο, αλλά είναι εκεί, στο παρελθόν, κι ύστερα χάνονται, ξεθωριάζουν στη δίνη του. Ο Μπράτσος ανακαλεί μια εικόνα από το παρελθόν με δύναμη, φτιάχνει ένα λάβαρο για τις πραγματικές αξίες, χωρίς περιττά στολίδια. Από την άλλη, αυτό φέρνει στο νου ένα άλλο σύνθημα σε κάποιον τοίχο: «Γάμα τον Μάη. Ζήσε τώρα». Μοιάζει εύκολο, αλλά δεν είναι, όταν, όπως ο Μπράτσος, έχεις την αίσθηση της πραγματικότητας, κι ο τρόπος που σκέφτεσαι και ενεργείς δεν πάσχει από αμνησία.