Φιλοσοφημένο δέντρο.
Πολλά υπόσχεται στη σιωπή του.
Μια ιδέα νερό μοιάζει αρκετό, μας γνέφει αέρινα,
για να ριζώσει πολυόμματη γαλήνη.
Ξέρει όσα χρειάζεται για να υπάρχει.
Βυθισμένο στο χαρακτήρα του
δεν ψηλώνει για κάποιον άλλο
δε χαμηλώνει στο πρώτο φύσημα παρηγοριάς.
Τι σχέση έχει με όλους εμάς;
Στη σκιά του κι ο πιο ταπεινός ικέτης
περνά για υψιπέτης.
Αμίλητο απάνθρωπα, στεγάζει μια σιγή τοτεμική.
Και όταν αίφνης ανεμίζει σαν δόξα
κάθε του νεύμα δείχνει απρόσιτο.
Γιατί μου το κάνει;
Πάλι θα ζω άηχα, με υποσχέσεις;
Πάει καιρός που το ’πε ο Σολωμός:
«Όποιος θέλη τα μυστήρια
Να ξαγγλίση, έχει ντελίρια».
Ήρθε η ώρα για λίγο φως.
Ο κορμός σου, δέντρο, πλήρης, αναιδής ερεθισμός.
Το φύλλωμα, οι ρίζες, τα κλαδιά σκέτη πλεκτάνη.
Άσπλαχνο δέντρο
κι ας έρχεται κάπως στο νου
η «άνασσα του δρυμού»,
η «δέσποινα αγρίας καλλονής»,
η βασιλική δρυς του Παπαδιαμάντη,
αδίκως παριστάνεις σ’ εμένα το διαμάντι.
Όσο κι αν δίνεις προσάναμμα στη φαντασία
ορθώνεις κάθε στιγμή την επικείμενη πτώση μόνο.
Αφύσικο δέντρο.
Δε με ξεγελάς ούτε με τρέφεις με τη σιωπή.
Γιατί δίχως μια λέξη πώς να πάρω ανάσα.
Μίλα μια φορά κι εσύ, καημένο. Τι με κοιτάς;
Άνθρωπος είμαι, με λόγια ζω.
Κι εσύ, δέντρο σιχαμένο,
μ’ έχεις φλομώσει στ’ οξυγόνο.