Στάσου εκεί και γδύσου.
Δε θέλω τίποτα να πεις.
Άσε να πιστεύω πως θα γδυθείς
και το παλιό σου σώμα πρώτη φορά.
Δεν είναι μια φαντασίωση ακόμα.
Χάρη σ’ αυτή την οπτική
δίνει κανείς τροφή στα πάθη
για να μη γίνεται βορά.
Στάσου εκεί και γδύσου.
Δε θέλω τίποτα να πεις.
Άσε να πιστεύω πως θα γδυθείς
και το παλιό σου σώμα πρώτη φορά.
Δεν είναι μια φαντασίωση ακόμα.
Χάρη σ’ αυτή την οπτική
δίνει κανείς τροφή στα πάθη
για να μη γίνεται βορά.
Δε θυμάμαι πια στάσεις κι επιδόσεις.
Μόνο κάποια ειδικά επιφωνήματα
για την ψυχή που κραύγαζα να παραδώσεις.
Λες και δεν περίσσευε το σώμα.
Λες κι η ψυχή αλλού κατοικεί.
Σε ουράνια σχήματα.
Μπορεί, αλλά να, δε μας αρκεί.
Αυτό είναι το σώμα.
Άλλοτε με ναι, κάποτε με όχι
σκοτώνει τις επιθυμίες
κάποτε αληθείς, άλλοτε ψευδείς.
Αυτό είναι το σώμα, εάν θέλεις μια νύξη.
Ένας δολοφόνος με πρόσωπο αγγελικό.
Κι άντε ζήσε μετά δίχως μια τύψη.
Εκείνο το άδυτο ρίγος στο σώμα
είχε γεύση μεταφυσική, μια φωνή επιμένει.
Εκτός κι αν τίποτα φυσικά δεν προδίδει.
Εν κατακλείδι, ηδονή, είσαι μεγάλη ιστορία.
Ποιος δεν καταλαβαίνει ότι με χάδια λιγοστά
κάθε ψυχούλα άσκοπα τρέμει.
Στο βλέμμα σου η δύση
γίνεται καθρέφτης.
Σε δευτερόλεπτα θα ραγίσει
ο ουρανός και η ψευδαίσθηση.
Αγχωμένος μετρώ τις στιγμές
κι αναμετρώ την ανεξήγητη αίσθηση.
Αμετανόητος είμαι, το ξέρω, γιατί κοίτα, δες,
μπορώ να καταλάβω τη σαγήνη
μονάχα σαν εύρημα μέσα στο χρόνο.
Αλλά νόημα δε βγάζω
γιατί με τη σειρά της κι εκείνη
ευνοεί το πιο σύντομο τέλος.
Καταλήγει μια ομορφιά ακατανόητη.
Αμετανόητη σαν εμένα.
Μια ομορφιά με οικεία χαρακτηριστικά.
Πώς θα μπορούσα αλλιώς να τη θαυμάζω.
Αχανές πλάτος η ανάγκη.
Αχαλίνωτο μήκος η επιθυμία.
Απρόσιτο ύψος η φαντασία.
Εσένα κι εμένα περιγράφω ζωντανά
και σε προκαλώ με λεκτικά σχήματα
σε γλώσσα τρισδιάστατη να γυμνωθούμε.
Ή μάλλον ν’ απογυμνωθούμε.
Βλέπεις, απελπιστικά ξεχάσαμε το βάθος.
Αυτό που ήθελα να έχω. Να έχεις.
Καυτή σάρκα νύχτα μέρα
δεν αντέχει μόνο ψηφιακές ευρέσεις.
Ούτε γι’ αστείο να κλειστεί για πολύ
ολόψυχα στο δικό της πετσί.
Ωραία τα λένε
μα είναι μόνο ψυχρή λογική.
Είμαστε παράξενα όντα.
Ο άπλετος νους απρόσμενη έχει χωροταξία.
Μυστική σαν την αυθαιρεσία να λες
στον πρώτο τυχόντα στο δρόμο
σε θέλω τραγικά.
Τι κωμωδία κι αυτή.
Με άγνωστα ιδίως σώματα
σε κάθε είδους συνευρέσεις
να βρίσκουμε ξεκάθαρη ζωή.
Όλα μπορούν να γίνουν με υποθέσεις.
Ακόμα κι εσύ σ’ εμένα να γυρίσεις.
Αρκεί να περιμένω αιώνια.
Το λάθος σε παρόμοιες θέσεις
δεν είναι η ανόθευτη πίστη στο χρόνο.
Είναι δύσκολο πολύ το εγώ σου να πείσεις
πως τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Γι’ αυτό θα ήταν τρέλα να γυρίσεις.
Άλλα τα πράγματα πια, άλλοι κι εμείς.
Και λύτρωση δεν είναι τόσο μια ηχηρή επιστροφή
μα ολοένα κάτι σαν βουβή διαφυγή.
Ας γελάσω. Όλα γίνονται λοιπόν με υποθέσεις.
Ακόμα κι εγώ να σε ξεχάσω.
Δε γίνεται να ζω χωρίς εσένα.
Όσο κι αν οι άλλοι μοιάζουν αρκετοί
στο βάθος εσύ μονίμως θάλλεις.
Ή μήπως κάτι άλλο συμβαίνει;
Είμαστε, βλέπεις, πεπεισμένοι
πως έχουμε ανώτερη ζωή
όταν απηχεί τις ενδείξεις μιας άλλης.