Mε άηχα φώτα γλιστράει το πλοίο στ’ ανοιχτά.
Eμείς εδώ στην ακτή τι φως έχουμε;
Tα αστέρια ίδια μυστικά στο στερέωμα.
Mα εμείς εδώ.
Mε την κυματωγή σαν απόηχο ταξιδιών.
Kάποιος αντίλαλος ανιχνεύει τη σιωπή.
Tριζόνια δυναμώνουν την ηχώ της.
Xορογραφεί ο άνεμος τις καλαμιές
υπερυψώνει σκουπίδια.
Kι εμείς εδώ.
Eμείς.
Δηλαδή εγώ μαζί με κάποιες ελπίδες.
21.
Απελπισμένη κείτομαι.
Εγκλωβισμένη, θα ’λεγες , των καιρικών συνθηκών.
Καταδύονται στη μήτρα μου οι άνθρωποι
με μι’ ανάσα, όπως τότε που σβήνουν μιαν επέτειο.
Ποιος ξέρει.
Καραδοκούν οι αναμνήσεις.
Ψύχραιμοι πάντως επουλώνουν το χρόνο με καταδύσεις.
Στεγνές κουβέντες στην έξοδο συναλλαγές απαιτούν.
Εγκλωβισμός.
Προμηνύονται εγκαύματα ποιος ξέρει τίνος βαθμού.
Περιπτώσεις καταγράφω άμοιρες
λίγο πριν μια πίστη ασπασθείτε.
Θάλασσα, θάλαττα για μένα είπατε και δίκαια.
Ελάτε παιδιά μου, γδυθείτε.
Ελάτε τώρα, είμαι πάντα νέα.
ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΑ, Ι
Oι παλμοί της συμφωνία για κρουστά.
Με απαίτηση ελάσσονα, νηφάλια αίσθηση
και μείζονα, εκδορές στη θλίψη.
20.
Τέλος απέμειναν η θάλασσα κι εγώ.
Απρόσιτες βαδίζουν ώρες.
Όπου να ’ναι φτάνει το βράδυ
μηχανικά σαν το πέρα δώθε.
Στη στιγμή αγριεύουν τα νερά, τυλίγουν το πρόσωπο.
Χειρονομώντας ακατάπαυστα, υποδηλώνουν
πως αύριο με τον κόσμο
ως λουόμενος θα γίνω δεκτός.
Τρέπομαι σε φυγή προτού ναυαγήσω
λίγα μέτρα μόλις απ’ την ακτή.
Προτού ναυαγήσω στον ουρανό
που ψάχνει χρώμα για τη δύση του.
ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΑ, ΙΙ
Aντηχούν κύματα στα στεγανά της μνήμης.
Σπάζοντας το φράγμα του απέραντου
αύτανδρες ιδέες στα καθημερινά θα στραφούν.
Νοήματα θνητά και σώματα χειροπιαστά σαν να λέμε.
33.
Δεν άλλαξες καθόλου, θάλασσά μου.
Παραμένεις αΐδιον επιχείρημα
αιώνιο όπως λένε όλοι.
Με σημαίες ευκαιρίας ονειρεύομαι πλάι σου
μια αβλαβή διέλευση στη χώρα της επιθυμίας.
Πιάσε γρήγορα το όνειρο πριν έρθει κανείς.
3.
Απροσδόκητη σωτηρία κύματα σηκώνει τις ευχές.
Ο αιγιαλός έμπειρος Tinos καγχάζει
σε μια Παναγιά μ’ εντυπωσιακές ωμοπλάτες.
Το ταξίδι, το τάμα, όπως θα λέγεις πολύ γριά πια.
92.
Δεν αφήνει περιθώρια η θάλασσα.
Αιχμαλωτίζει τη σκέψη στο μονόλογό της.
Ζωή ωραία που είσαι όταν μου μοιάζεις.
Όταν τουλάχιστον προσπαθείς.
54.
Στην πρώτη επαφή με τη θάλασσα
βυθίζω το φορτίο με την ένδειξη
ΠΡΟΣΟΧΗ! ATTENTION!
Βγαίνοντας κατόπιν χτενίζω τα μαλλιά
με δάχτυλα υγρά, όσο να ’ναι, από τις τύψεις.
Έπειτα στέκομαι ακίνητος
σιγή να τηρήσω ενός λεπτού.
Όχι για όσα έφυγαν στο βυθό αλλά για εκείνα
ξέρεις, τα σπουδαία που δεν έφτασαν ποτέ.
Τέλος κάνω μεταβολή
υπερήφανος που κράτησα τους τύπους.
102.
«Τη θάλασσα ποιος θα την εξαντλήσει;»1
στέναζε ο περίφημος νεκρός.
Θα εξατμιστούν κάποτε προβλέπουν οι επιστήμονες
διαβάζω σήμερα και μένω ενεός.
Κι οι επιμένοντες να γίνουν
«γλαυκοί δωρητές του πελάγους»2
σκιαμαχούν με το άπειρο και τη σημαία καθενός.
Να που τίποτα δε μένει όρθιο.
Τα πάντα ρει, κοσμιότερη διατύπωση.
Θα την επέλεγα αν στην πιο κάτω γραμμή:
Κι η στύση όλο αναίδεια θα καταπέσει.
Ηράκλειτε φίλε μου καταλαβαίνεις;
Ακόμη κι όταν δεν είμαστε αμαθείς
ημιτελή καταλείπουμε τόσα σχέδια
προσβλέποντας σ’ ωκεανούς και θάλασσες.
Πόσο βαθιά μάς ζαλίζουν
και νιώθουν τη δίψα μας για το εκεί πέρα.
Όχι, δεν υπαινίσσομαι τ ’ άστρα και τα φεγγάρια
μα κάτι εγγύτατο στην όψη μας εν αντιθέσει
με νυχτωμένους ουρανούς και τα τοιαύτα.
Επιστημονικά, ποιητικά τερτίπια, ακούγεται ο νεκρός.
Πότε ήρθε πλάι μου;
1. Γιώργος Σεφέρης, Μυθιστόρημα, Κ’ [ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ].
2. Οδυσσέας Ελύτης, Προσανατολισμοί, «Αιθρίες», ΧΙV.