Με δάχτυλα θαυμαστικά και βλέμμα σκοτεινό
γδύσου για να λάμψουν ηθικό και πείνα.
Το σκηνικό πάθος θα ξεγελάσει τη ματαιότητα.
Δε χρειάζεται και πολλή φαντασία.
Απόψε πρωταγωνιστεί μια μνήμη άτρωτη.
Γιατί πάλι θα ξημερώσει πραγματικότητα
και σαν σύζυγοι χλιαρά θα κινηθούμε
στην αγορά, στο φιλικό γεύμα, στη βραδινή συναυλία.
Η ΕΥΚΑΙΡΙΑ
Καλοκαίρι ξανά και δεν αλλάζουμε θάλασσα.
Το νερό γυμνό σαν τη ζωή μας.
Θέλουμε πάνω του να βαδίσουμε.
Δεν αντέχουμε τον έρωτα χωρίς το θαύμα.
Είναι καιρός τώρα που με φιλήσυχα βήματα
βαρύναμε το ένστικτο, τα αισθήματα.
Μια ευκαιρία ψάχνουμε να ζήσουμε αλλιώς.
Αν και τίποτα δε ζει διά παντός
είναι η αστραφτερή λύση, η πονηρή μας ευκολία.
ΤΟ ΝΤΕΚΟΡ
Πρόκειται για υστερία συζυγική.
Για την ιστορία, ζούνε
με το μυαλό στα παιδιά τους.
Κάποτε τα πέρασαν για στολίδι στο βίο.
Στο ντεκόρ οι σύζυγοι ήταν όλο ιδέες.
Θα έτρεχαν τα μικρά στον κήπο
γύρω στην πισίνα κελαρυστά, ωραία.
Από σκηνογραφία τα πήγαν άριστα κι οι δύο.
Μόνο που θέλουν οι ψυχές σκηνοθεσία.
SOS
στον Δημήτρη Χαραλαμπόπουλο
της δεκαετίας του ’80
Σκοτάδι και αναλαμπές.
Η περιγραφή σαν τίτλος αλλά μόνο σαν.
Απλώς ταξιδεύω νύχτα με θάλασσα
κι ένας φάρος υποσημαίνει
εδώ τα μοιραία.
Στη γλώσσα του νερού φιλικός
εκπέμπει μια αίσθηση SOS.
Στο κινητό μου συγγενής ήχος:
«Νέο μήνυμα. Ανάγνωση;».
Στο τέλος υπογράφεις «ο σος»
ο δικός σου όπως μαθαίναμε στ’ αρχαία.
Εκτός αν κάτι άλλο σημαίνει.
Σε κάθε τόπο, σε κάθε γλώσσα, με κάθε τρόπο
οι δικοί μας στα δάχτυλα μας παίζουν.
Αυτός κι αν είναι κίνδυνος.
11.
Απομακρύνω ήσυχα το υλικό μου.
Είναι κι ο ήλιος στη δύση του, διακριτικός κι αυτός.
Στοχασμοί φωταγωγούν την πορεία:
Ο απών, η απούσα, το απόν.
Γαλήνιος απέρχομαι φίλοι
μα λαμπροί παραμένετε και μ’ έπαρση.
Τις χλιαρές μου πλέον δέσμες αποσύρω
έκθαμβος που μου βγάζουν τη γλώσσα.
ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ I
Πάλιωσες και πια δε φεύγεις.
Κι όλο να βρεις θέλεις ερείσματα.
Ακούγονται θυσίες στη διαπασών.
Με ανάσες θαμπώνεις την ανία.
Σμικρύνονται κάπως οι αποστάσεις.
Μα, όπως καινούριες επιθυμίες ξεχύνονται,
οι σκιές μας φαντάζουν πιο χλομές.
Ευτυχώς θα μείνουν αθέατες.
Γιατί οι άγουροι πόθοι, με την ορμή που έχουν,
βγαίνουν όπως να ’ναι.
Δε χασομερούν σε καθρέφτες.