Αμέριμνο τοπίο, δημοφιλές κλίμα, προσιτές τιμές.
Και οι άνθρωποι;
Πολιτισμένοι.
Με πιρούνι και μαχαίρι σε τεμαχίζουν.
Αμέριμνο τοπίο, δημοφιλές κλίμα, προσιτές τιμές.
Και οι άνθρωποι;
Πολιτισμένοι.
Με πιρούνι και μαχαίρι σε τεμαχίζουν.
MΕΛΛΟΝΤΙΚΑ
Aκτίνες προκαλούν τη νοσταλγία
ωσάν να κρύβουν υψηλά μηνύματα.
Τη χαμένη ανακτώντας κυριαρχία
«θέλω τα πάθη μου», ψελλίζει.
«Για δωρεάν αξιοθέατα
ας βρουν άλλα θύματα».
Στα κρύα σεντόνια γυρίζει
τσιγάρο ανάβει και μουσική.
Ακριβά πληρώνει τα γούστα του.
Ακόμη τα παίρνει τοις μετρητοίς.
Ακούω θεοσκότεινα σκυλιά
και γόπες πετάω στη νύχτα.
«Σου πηγαίνουν τόσο τα ένστικτα
όσο γδύνεσαι τη μνήμη».
Μόνο αυτό συγκράτησα
κρυφή μας ένωση καμιά.
Πώς ένα θραύσμα με καίει
και θέλω στιγμές σαν άλλοτε
με γδαρμένα επιφωνήματα.
Αφόρητο να θυμάσαι.
Στα κενά βρίσκουν έδαφος οι μνήμες
και στήνουν πλούσια σκηνικά για πτωχές συνειδήσεις.
στον Γιώργο Βέη
Για σκηνικό μας τροπικό δάσος.
Η διαδρομή σκηνοθετεί
και καθηλώνει την πορεία
προς τον διάσημο ναό.
Στο γκρουπ μας μυημένοι Δυτικοί.
Ο δρόμος του μυστικισμού βατός
πατάει γερά στις ψυχές.
Μα ελπίδες για φώτιση λιγοστές.
Τόσες μέρες στην άκρη του κόσμου
κι όλο μυστήρια, δαιμόνια και αλλόκοτα.
Ας ήταν σ’ ένα ξέφωτο να βρω ποιος είμαι.
Να γυρίσω επιτέλους σπιτάκι μου.
Ως πότε πια θα ταξιδεύω.
Ξεχωρίζουν τα φώτα, κάποια φώτα.
Ας μην είμαστε μόνο αυτοί που πάνε κι έρχονται.
Θα στέκεσαι με θερινά ενδύματα
απέναντι στο φως που καταρρέει
και στις εικόνες που ψάχνουν για ένα σου νεύμα.
Δεν υποχωρώ στο παρελθόν
εν ονόματι μιας αναχώρησης
που γδύνεται κάθε στιγμή.
Δεν καταδέχομαι.
Θα στέκομαι μελλοντικός στο έπακρο
διαπιστώσεις παραλείποντας, υπονοούμενα κι ευχές
που αρκούν ως είθισται.
Στον αποχαιρετισμό – ή μάλλον όχι.
Εκεί θ’ απομείνουμε
εσύ χωρίς σκηνικό κι εγώ άνευ προσώπων.
Συνομιλώ με τους καθρέπτες, τα είδωλα.
Άνυδρη περιπλάνηση ταλαιπωρεί παλαιά καλοκαίρια.
Θαλασσόλυκη παράδοση αναφέρει ωστόσο εύγλωττες σκηνές.
Νάρκισσε ακόμα ζεις, η γοργόνα ωρύεται
παριστάνοντας το χρόνο.
Έχεις φύγει χρόνια τώρα
κι άφησες τους μονόλογους ν’ αφρίζουν.
Μόνο μην προσηλυτίσουν κι ως θεολογία εξαπλωθούν.
Αναποδογύρισε κι ο έρωτας.
Τον έχει ήδη ξεβράσει ο καιρός.
Περιττά που είναι στα θρυλικά ταξίδια
τα σύγχρονα μέσα κι οι σωσίβιες λέμβοι.
Κι η Οδύσσεια όραμα
που κρύβει λιγότερα από μια κατάδυση.
Τα μυστικά της θάλασσας δεν είναι πέρα
στους ωκεανούς
αλλά βαθιά στο νερό που μας βρέχει.
Κι αν πιαστούν ανέρχονται ένα ένα.
Χαμόγελα το πλήθος ανεμίζει, φυλλάδια, θαυμασμό.
Ταξιδεύει.
Πολυεθνικό μεσημέρι ξεναγείται στα ερείπια.
Παραμονεύουν ίσκιοι τα περαιτέρω.
Χαρακτήρας θερινός
σημειώνω τ’ ανωτέρω και προχωρώ
στην αναστήλωση ερειπωμένου αισθήματος.
Συλλέγοντας κοχύλια η ψυχή μου βγαίνει στο σφυρί.
Η συγκίνηση βουίζει, μπορεί το πλήθος.
Ό,τι και να ’ναι καταπάνω μου έρχεται.
Πρώτη φορά με πιάνει κόκκινο στο γραφείο σου.
Ηχούν φρένα και πνοές για ζωτικό χώρο
σαν να μην πέρασε λεπτό έκτοτε.
Είμαι πηλός αμετανόητος, μ’ εξυψώνει το παραμικρό
αλλά εκεί στον κόσμο σου
βαραίνει η κουρασμένη μας δόξα.
Κάθε νοσταλγία σπασμένο παιχνίδι στα χέρια μας
κι εμείς καθόλου παιδιά.
Απότομα προσγειώνομαι στο δρόμο.
Κορνάρουν κι οι άλλοι από πίσω.
Πάντα φασαρίες κάνουν για το αυτονόητο.
Ποιος δεν τρέχει γυμνός στο άγνωστο
να θέσει φαντασία σε τροχιά.
Πώς αλλιώς να βρεις θέση και ροή στο χρόνο.