ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΝΕΞΗΓΗΤΟ

Όταν δεν ξέρουμε τι λέμε
δεν έχουμε ιδέα τι κάνουμε.
«Έγινα μουνί» βλακωδώς πιθηκίζουμε
ή «κοίτα ένα αρχίδι!».
Ενώ αξίζουν ροδοπέταλα τα πιο κρυφά χείλη
και λίγη ευαισθησία ο ανδρισμός.

Κι όταν δεν ξέρουμε τι κάνουμε
πώς θα μιλήσουμε σωστά;
Απολύτως ανεξήγητο μα είναι γεγονός.
Ξένοι θα ζήσουμε
με ό,τι κι αν κάνουμε, με όσα κι αν λέμε.

ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΛΟΓΙΑ

Ας ήταν επιδερμικές οι λέξεις.
Προς τι να σε σημαδέψουν.

Τα σπουδαία λόγια τρέφουν νοσταλγίες
όχι το σώμα που ζει μ’ ελάχιστα.
Μέσα στη γύμνια του φαντάζει σοφό.

Απέριττα διψά για ζωντανά μεγαλεία.
Για λίγες πράξεις χωρίς ενοχές
απλές και δραστικές σαν χάδι.

5.

Στα λόγια μας συγκεντρώνεσαι.
Αναγνώριζαν, ναι, τον κόσμο.
Ανασύρεις διαλόγους και αθώες εποχές.
Ευγενείς καταβάλλεις προσπάθειες
μα ο κόσμος που τώρα αγναντεύεις
μπορεί μόνο να φαντάζεται.

Στριμώχνομαι στα κείμενα.
Φαντάζομαι, ψυχή μου αιωνία πλεονεκτείς.

99.

Τέλος πάντων ο αποχαιρετισμός κατευθύνεται
προς τις γυμνές λέξεις.
Γυμνές, όχι φτωχές, ρακένδυτες, όχι τέτοια πράγματα.
Προσοχή στη διαφορά, είναι η μόνη που δίνει νοήματα.

14.

Αναχωρώ επιτέλους με τα κείμενα.
Είναι το κενό που προκαλεί αιώνες τώρα.
Αυτάρεσκα τα λόγια σέρνονται.
Πλησιάζω τη θάλασσα, τα κύματα. Αυτοσχεδιάζουν.
Κατ’ ορθόν χαρακτηρισμό αγωνίζονται.
Το χρόνο παρασύρεις, γι’ αυτό είσαι νέος, αφουγκράζομαι.
Δάχτυλα λιτά και γοερή φαντασία με κυριεύουν.
Παριστάνεις τον έρωτα, βουίζεις, και με άγνωστες εκτάσεις
πληθυσμούς κατακλύζεις και ιστορίες.
Επινόηση κι αυτή.

23.

Πανάρχαιες λέξεις την κεφαλή μου
απαίτησαν επί πίνακι.
Ιαχές αίφνης ευοίωνες, απ’ τα κόκαλα βγαλμένες
την ψυχή μου παρέταξαν: ελευθερία τρομερή.
Οι πρώτες για τον Ηρώδη γνώριζαν τον Αντίπα.
Οι δεύτερες, πάλι, τον Ύμνο άκουσαν
και στάθηκαν προσοχή.

39.

Γερασμένος σαν το χειμώνα που ζωγράφιζες παιδί.
Ένα χειμώνα βαρήκοο.
Ωραία φράση καταποντίζει τις εκκλήσεις
που νόμιζαν πως μ’ ένα χαρτί και μολύβι
θα εισακουστούν.

40.

Σαν το χειμώνα που ζωγράφιζες παιδί.
Δεν είναι συνέχεια των προηγούμενων.
Με έκανες παρανάλωμα, δεν είναι ζωή αυτή.
Οι παρούσες σκέψεις μανιασμένες; Μην το λες.
Ξέρεις πώς είναι όταν παρασύρεσαι
ανάσκελα στο νερό.
Αυτό είναι όλο.
Και τώρα που βγήκαν στη στεριά οι σκέψεις
πασχίζουν να τυλιχτούν με λόγια.

ΚΕΝΟΣ ΗΧΟΣ

Ούτε μεγαλύτερη ούτε μικρότερη από συνήθως.
Φιλόξενη διάρκεια
στο ικρίωμα βιαστικών ονείρων
στρέφει τους προβολείς.
Γεωμετρία του μαύρου κυλιέται στο έδαφος
δεσμίδες φωτός ψηλά στα μέτρα μας. Εντός τους
μοιάζει με αλληγορία το ύψος των περιστάσεων.
Βιαστικά όνειρα
αδειάζουν δεσμίδες στην αλεξίσφαιρη λύπη.
Τι κενός ήχος.

77.

Τα όνειρα πάλι −μια ζωή  αυτά− ευδοκιμούν τη νύχτα.
Πάντοτε νύχτα.
Εσύ πότε;
Πότε πότε, ταυτόσημο σχεδόν μ’ εκείνο το ποτέ.
Γι’ αυτό μην έρχεσαι.
Άφησέ μου υπαρκτό
άλλο ένα έστω πελώριο τίποτα.