Ομιλία του Άγη Μπράτσου στο βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ στις 8.1.2010 για την ποιητική συλλογή του Σταύρου Σταυρόπουλου «Δύο μέρη σιωπή, ένα μέρος λέξεις». Η ομιλία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Οδός Πανός, τχ. 153.
«There must be a better world somewhere»
Ξημέρωμα: Ο Νίτσε με μυαλό σαλεμένο έχει καρφωμένο το βλέμμα του στο ανοιχτό παράθυρο. Ατενίζει άραγε τον άστεγο κόσμο; Το κενό; Παράμερα η αδερφή του τον βλέπει παραδομένο στην άνοια και ξεσπάει σε λυγμούς. Εκείνος τότε ξαφνιασμένος στρέφεται και της λέει: «Μα γιατί κλαις; Δεν είμαστε ευτυχισμένοι;».
Με το λυκόφως των θνητών μια νεαρή γυναίκα που ζει στις φαβέλες περιφέρεται άσκοπα. Λες και πρόκειται, τόσα χρόνια μετά, να απαντήσει εκείνη στο σαρωτικό ερώτημα του Γερμανού φιλοσόφου, ψιθυρίζει με αξιοπρέπεια: «Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει γιατί υπάρχει αυτή η ζωή».
Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα στη Νέα Υόρκη – αυτόν το λογάριθμο άλλων πόλεων, όπως καίρια την περιγράφει ο John Ashbery. Σε μια σοφή καμπή του δρόμου περιμένει τον περαστικό ολοκάθαρο το γεγονός. (Οι ανυποψίαστοι ας το χαρακτηρίσουν και ως έμπνευση.) Ένας αιώνιος κουρελής ανασκαλεύει σ’ έναν κάδο τα ευλαβικά σκουπίδια. Θαρρείς και είναι αιλουροειδές, έχει μπει σχεδόν μέσα του. Ακριβώς από πάνω του καραδοκεί σαν πέλεκυς το διαφημιστικό πλαίσιο. Η σαγηνευτική γιγαντοαφίσα εκπέμπει το πολιτικό μήνυμα: «Ο κόσμος σού ανήκει». Ένα μήνυμα που αίφνης, με την παρουσία του ρακένδυτου άστεγου, γίνεται ξεκάθαρο σε όλες του τις διαστάσεις.
«Θα μπορούσαμε βέβαια», όπως μας προϊδεάζει ο Σταύρος Σταυρόπουλος, «αντί να αλλάζαμε τον κόσμο / μόνο να αλλάζαμε κόσμο». Πράγματι, ό,τι μας ανήκει βασανιστικά είναι η δύναμη να κοιτάζουμε κατάματα την ομορφιά αλλά και τη θλίψη. Η αντοχή να χαράζουμε λέξεις στην εύθραυστη επιφάνεια της ομορφιάς. Λέξεις οι οποίες απηχούν το αναπάντεχο βάθος μιας προαιώνιας θλίψης.
Έτσι, δεν αποκλείεται να αναφανεί ένα νόημα συμβατό με την ευαισθησία μας. Κι ακόμη, μας ανήκει η χάρις ν’ αντιστεκόμαστε σε όλα εκείνα που απειλούν να μετατρέψουν το καθετί σε υπερθέαμα. Κι είναι, τέλος, εξολοκλήρου δική μας η ανάγκη να ψάχνουμε για συνενόχους. Ή να βρίσκουμε συνενόχους. Ή να τους εφευρίσκουμε.
Τότε αυτομάτως διαπλάθεται η πραγματικότητά μας, με άλλα λόγια η ίδια μας η καταδίκη. Και η ποίηση δεν προϋποθέτει, παρά την απόλυτη συνενοχή. Συνενοχή γιατί στο ποίημα κάθε ρήμα ενδέχεται να σπάσει κωδικούς και ν’ απογυμνώσει θηριώδεις προκαταλήψεις και δήθεν ακλόνητες αλήθειες. Κάθε επίθετο είναι πιθανό να αποδομήσει φανταχτερές πεποιθήσεις. Κάθε ουσιαστικό ίσως μας πλοηγήσει σε οδυνηρές σημασίες.
Ενδέχεται, είναι πιθανό, ίσως. Τίποτα δεν εμφανίζεται ως βέβαιο. Όλα ενδεχόμενα. Και μοναδική σιγουριά η συνενοχή. Γιατί στην ποίηση δεν ταιριάζουν τα δεδομένα.
Ποίηση είναι η διαρκής μετουσίωση των δομικών υλικών του κόσμου. Είναι η ασίγαστη προαίρεση να διαμορφώνουμε το άγνωστο σε γνωστό, αλλά και ό,τι μας είναι οικείο σε αναπάντεχο.
Και η συνενοχή που οδηγεί στο ποιητικό επίτευγμα μας υπαγορεύει την αίσθηση ότι απόψε ο ποιητικός λόγος του Σ.Σ. θα προβάλει διαφανή τα αισθήματα μαζί με τις σκέψεις που τα συντροφεύουν. Εννοώ αισθήματα και σκέψεις ολότελα δικές μας, χωρίς καν να υποπτευόμαστε πως εντός μας υπήρχαν, υπάρχουν, θα υπάρχουν.
Διαβάζω το ποίημα «Μάθημα για αρχάριους» από τη συλλογή του Δυο μέρη σιωπή, ένα μέρος λέξεις, μια συλλογή που ο ίδιος ο τίτλος της με παρακινεί να την προτείνω σαν διαβρωτικό κοκτέιλ. Το συνιστώ μάλιστα ιδιαίτερα σε όσους νομίζουν ότι η ζωή είναι γλυκιά σαν σαχλό ηδύποτο.
Τελικά γράφεις
Αυτό που δε γίνεται
Να ζήσειςΛέξεις που πνίγονται
Μέσα σε φλιτζάνια καφέΜετράς γουλιές
Και ζεις
Περιμένοντας να γράψεις
Ότι δεν έζησεςΚι εσύ μετά μου λες
Πως η ζωή
Δεν είναι βιβλίο.
Εκ νέου στην ποίηση του Σταυρόπουλου οι στίχοι του συνυφαίνονται με τη μουσική. Ο δεσμός του ποιήματος με τη μουσική είναι απτός, σαρκικός. Πρόκειται για μια σχέση όπου οι λέξεις διεισδύουν στην αθέατη όψη της μουσικής κλίμακας και όπου η απόκρυφη πλευρά της αρμονίας αναδίδει λέξεις.
Εδώ ας αναλογιστούμε τι γράφει ο βάρδος του Στράτφορντ στον Έμπορο της Βενετίας το 1596 – ογδόντα εννέα δηλαδή χρόνια πριν από τη γέννηση του Μπαχ: «Ο άνθρωπος που εντός του δεν έχει μουσική και αρμονία είναι πλασμένος για προδοσίες, δόλους και απιστίες. Οι σκέψεις του είναι θολές σαν νύχτα, τα αισθήματά του μαύρα σαν το Έρεβος. Σε τέτοιους ανθρώπους μη δίνεις ποτέ σου πίστη. Άκου τη μουσική!».
Έχει κανείς την εντύπωση ότι ο Σαίξπηρ φιλοτεχνεί ιδεατά το προφίλ του ανθρώπου που δεν μπορεί να γίνει ποιητής ή να ζήσει ποιητικά, γιατί οι προδοσίες, οι δόλοι και οι απιστίες είναι, ή θα έπρεπε να είναι, ξένες προς την ποιητική φύση, ξένες προς τη μουσική.
Δεν έχω επίσης την παραμικρή αμφιβολία ότι ο Σ.Σ. συνυπογράφει την πρόσφατη δήλωση του Bob Dylan ότι ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου μας κατακλύζουν ήχοι παρασιτικοί. Νομίζω ότι δεν θα παραποιούσαμε αυτή τη θέση του χαρισματικού Αμερικανού εάν προσθέταμε: Μας κατακλύζουν και παρασιτικά λόγια.
Δεν έχω, τέλος, την παραμικρή δυσκολία να φανταστώ ποιες ήταν οι κινήσεις του Σταυρόπουλου καθώς προετοιμαζόταν για την αποψινή βραδιά. Τον βλέπω ν’ αποδέχεται την πρόσκληση ενός άλλου rock ποιητή, όπως είναι κι ο ίδιος, μια πρόσκληση από τον Lou Reed, και να βάζει σ’ ένα παλιό πικάπ το αποκαλυπτικό βινίλιο. Διαλέγει ένα τραγούδι για να διαπεράσει την απατηλή πρόσοψη τοπίων και προσώπων, ώστε ν’ αντηχήσει ξανά και ξανά η πραγματικότητα όπως ακριβώς είναι: εξαγριωμένη.
Μια πραγματικότητα όμως εν τη γενέσει της εξαρτημένη από τη βιωμένη φαντασία. Μια φαντασία ικανή να κάνει κάποτε ποίημα όλα όσα μας περιβάλλουν.
Δεν έχουμε άλλο τρόπο για να μην επιβιώνουμε απλώς. Δεν έχουμε άλλο τρόπο για να ζήσουμε.
Είναι τελικά η ποίηση ευεργεσία. Μας δίνει το πλεονέκτημα μιας άλλης, πλήρως ενεστώσας, ζωής.