20.

Τέλος απέμειναν η θάλασσα κι εγώ.
Απρόσιτες βαδίζουν ώρες.
Όπου να ’ναι φτάνει το βράδυ
μηχανικά σαν το πέρα δώθε.
Στη στιγμή αγριεύουν τα νερά, τυλίγουν το πρόσωπο.
Χειρονομώντας ακατάπαυστα, υποδηλώνουν
πως αύριο με τον κόσμο
ως λουόμενος θα γίνω δεκτός.
Τρέπομαι σε φυγή προτού ναυαγήσω
λίγα μέτρα μόλις απ’ την ακτή.
Προτού ναυαγήσω στον ουρανό
που ψάχνει χρώμα για τη δύση του.

  • Από την ποιητική συλλογή