36.

Ας χαθούν τα λόγια της Μυκόνου.
Ελεύθερος παραδώσου στους απόηχους.
«Γίνε στο κορμί μου ένα τραύμα τυφλό».
Δε βαριέσαι, λόγια παραφοράς
και το διαμπερές -όπως πάντα- τραύμα μου
εισιτήρια βγάζει κιόλας
για Μύκονο ή όπου να ’ναι.
«Είμαι των είκοσι πέντε ετών τ’ ωραίο παιδί».1
Αφήνω τα υπόλοιπα στο χρόνο.

1. Κ. Π. Καβάφης, «Πριν τους αλλάξει ο χρόνος».

53.

Η μέρα κλείνει το μάτι στην αντηλιά.
Θαρρείς πως νόημα σου κάνει
και φεύγεις προς τη θάλασσα.
Μύκονος, είκοσι Ιουλίου χίλια εννιακόσια ενενήντα.
Μια Δευτέρα σχεδόν 30 βαθμοί Κελσίου
και το δωμάτιο δεν απαντά.
Κατ’ αυτό τον τρόπο χάνονται τ’ απρόοπτα;
Και κατ’ αυτόν.
Στο φως της ημέρας και όχι μόνο τη νύχτα
κάτω από τ’ αστέρια μας τα τυχερά.

56.

Ευχήθηκε να γίνει αστέρι στη ζωή του.
Η νύχτα, άλλο που δεν ήθελε, τον κατάπιε.
Αφού συντρέχει την αγάπη
αφού διαθέτει τα μόνα γνήσια άστρα.

86.

Το καλοκαίρι της Αιολικής Γης.
Έτσι έμεινε. Το μόνο που έμεινε.
Κάτι σχόλια «πόσο ρομαντικός είσαι»
κάτι τέτοια, ξέρεις πού πηγαίνουν αυτά.

19.

Στις θερινές μου ακρογιαλιές
γκρεμίζει ο χρόνος το ρόδι του.
Ανατριχιάζουν το σώμα ευχές ορμητικές σαν κύματα.
Μεθυσμένες ελπίδες εισορμούν κι εφέτος
στην ιστορία που κινεί τα νήματα.
Λόγια σαν χρησμός, σημειώνεις και υποβάλλεσαι.

22.

Θά ’ρθεις καλοκαίρι –γαλάζιο του Εγγονόπουλου–
να συναντήσεις τουρίστες.
Όπως η θάλασσα φρουρεί το νησί
κι ο ουρανός επιβλέπει
στη χώρα σου πλανώμαι σαν Όμηρος.
Ξεχειλίζει το μεσημέρι κι απελπισμένες εκθέτει σκέψεις.
Παρατάσσω τη γλώσσα μου που διάπυρη πέφτει
στο βάθος χάνεται.
Σε θρυλικές εποχές γυμνός αναμένω τη Ναυσικά.
Καλοκαίρι –γαλάζιο του Εγγονόπουλου–
θα συναντήσεις, όπως φαίνεται, το είδος μου.
Όχι μόνο μνηστήρες.

32.

Στα κλειστά βλέφαρα ποικίλες εναλλάσσονται σκηνές.
Είναι η νύχτα των σαράντα βαθμών Κελσίου με κορμιά εικονογραφημένα.
«Έχομεν χρέος ν’ αμυνθούμε, αποτινάξτε τα εδάφη
της άγονης ζωής»
αρχίζω προσδοκώντας ατίθασα χαμόγελα.
Μόλις όμως φτάνει η σειρά της
ανοίγουν τα βλέφαρα σαν αυλαία.
«Είναι το σκοτάδι», ψιθύριζε, «τα σώματα που μοιάζουν με σκίτσα
οι πράξεις σαν εκδόσεις ποικίλης ύλης.
Κι αφού αρκούν τα ξεφυλλίσματα στις επαφές
−το ζούμε άλλωστε μ’ επιτυχία−
σε τι αποσκοπούν οι εντυπώσεις;
Είναι το σκοτάδι, σ’ το λέω τώρα που μας πνίγει.
Σ’ το λέω τώρα πριν το διαβάσουν
πριν το κάνουν διαφήμιση κι αυτό».

5.

Στα λόγια μας συγκεντρώνεσαι.
Αναγνώριζαν, ναι, τον κόσμο.
Ανασύρεις διαλόγους και αθώες εποχές.
Ευγενείς καταβάλλεις προσπάθειες
μα ο κόσμος που τώρα αγναντεύεις
μπορεί μόνο να φαντάζεται.

Στριμώχνομαι στα κείμενα.
Φαντάζομαι, ψυχή μου αιωνία πλεονεκτείς.

99.

Τέλος πάντων ο αποχαιρετισμός κατευθύνεται
προς τις γυμνές λέξεις.
Γυμνές, όχι φτωχές, ρακένδυτες, όχι τέτοια πράγματα.
Προσοχή στη διαφορά, είναι η μόνη που δίνει νοήματα.

14.

Αναχωρώ επιτέλους με τα κείμενα.
Είναι το κενό που προκαλεί αιώνες τώρα.
Αυτάρεσκα τα λόγια σέρνονται.
Πλησιάζω τη θάλασσα, τα κύματα. Αυτοσχεδιάζουν.
Κατ’ ορθόν χαρακτηρισμό αγωνίζονται.
Το χρόνο παρασύρεις, γι’ αυτό είσαι νέος, αφουγκράζομαι.
Δάχτυλα λιτά και γοερή φαντασία με κυριεύουν.
Παριστάνεις τον έρωτα, βουίζεις, και με άγνωστες εκτάσεις
πληθυσμούς κατακλύζεις και ιστορίες.
Επινόηση κι αυτή.