ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΗ ΔΟΞΑ I

Πρώτη φορά με πιάνει κόκκινο στο γραφείο σου.
Ηχούν φρένα και πνοές για ζωτικό χώρο
σαν να μην πέρασε λεπτό έκτοτε.

Είμαι πηλός αμετανόητος, μ’ εξυψώνει το παραμικρό
αλλά εκεί στον κόσμο σου
βαραίνει η κουρασμένη μας δόξα.

Κάθε νοσταλγία σπασμένο παιχνίδι στα χέρια μας
κι εμείς καθόλου παιδιά.

Απότομα προσγειώνομαι στο δρόμο.
Κορνάρουν κι οι άλλοι από πίσω.

Πάντα φασαρίες κάνουν για το αυτονόητο.
Ποιος δεν τρέχει γυμνός στο άγνωστο
να θέσει φαντασία σε τροχιά.
Πώς αλλιώς να βρεις θέση και ροή στο χρόνο.