SUPER PARADISE

Σκεπτική αμμουδιά, θάλασσα κάπως ανήσυχη.
Καθηλωμένος ώρα εισπνέω το θάμβος.
Η ζέστη αφόρητη σαν χαλασμένη ελπίδα
κι ο ιδρώτας τρέχει σε εικόνες θεϊκές.
Απόλλωνες γυμνοί και Αφροδίτες
αναβλύζουν μυστική ευεξία.
Και όλοι με ξυρισμένα, αιχμηρά εφήβαια
όπλο τους κρυφό για ν’ ακονίζουν το μυαλό με συναίσθημα.

Γιατί τώρα πνέει φιλήσυχος καιρός
μα όλες οι μέρες αγώνας για ουρανό ξεκάθαρο.
Εξεγερμένοι πατάμε γερά στο χώμα και ανυψώνεται χαρά.

Εμπρός, παιδιά, με τα ολόψυχα βλέμματα
και τα στεφάνια στα μαλλιά.
Διαρκής επανάσταση και άπλετος ερωτισμός
δίνουν παλμό και βγάζουνε ανθούς οι εποχές.
Θα πέσουν κιόλας συγκινημένες βροχές.

Σημεία των καιρών.
Κανείς ουρανός δεν υποφέρει τη γυμνή αλήθεια.
Γερνάνε βάρβαρα τα αισθήματα.
Άλλοτε φλόγες κραταιές
τρεμοσβήνουν σαν σπίθες βωβού γαλαξία.
Αλλά ποιος τη βρίσκει με λυγμούς.

Εθισμένοι στο αναπάντεχο
ποζάρουμε για την αθανασία
δίπλα σε παιδιά των λουλουδιών
κοντά σε θαύματα ψηλαφιστά.
Ενθουσιώδη όντα.
Διόλου παράδοξο τραγικά.

ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΛΟΓΙΑ

Ας ήταν επιδερμικές οι λέξεις.
Προς τι να σε σημαδέψουν.

Τα σπουδαία λόγια τρέφουν νοσταλγίες
όχι το σώμα που ζει μ’ ελάχιστα.
Μέσα στη γύμνια του φαντάζει σοφό.

Απέριττα διψά για ζωντανά μεγαλεία.
Για λίγες πράξεις χωρίς ενοχές
απλές και δραστικές σαν χάδι.

ΔΙΕΘΝΗ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Στο Μοντεβιδέο τα πεινασμένα παιδιά τρώνε γρασίδι.
Δεν αποκλείεται να το διαβάσατε
μετά τη διαφήμιση για τις σκυλοτροφές.
Κι όμως το χειρότερο παραμονεύει, σαν ακαριαίο μέλλον.
Μεγαλώνοντας, ποιος ξέρει τι κουτόχορτο θα φάνε.

ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ

«Ήταν πολύ καλό παιδί. Ανίκανος να πειράξει μυρμήγκι»
εν χορώ οι συγγενείς, οι φίλοι
κι οι γνωστοί μετά τη σύλληψη.
Αλλά μην ξεχνάμε την κοινή λογική.
Κάθε μας ιδέα βλέπει τους άλλους σαν πειραματόζωα.
Τα μυρμηγκάκια τελείως άχρηστα.

ΤΟΣΟΙ ΘΕΟΙ

«Τόσοι θεοί για να πιστέψεις και άνθρωπος κανείς».
Με φραστικά πυροτεχνήματα διασχίζεις πάλι την απουσία.
Ο ουρανός ανέκφραστος παρά τη φαντασμαγορία.
Σαν να κάνει μυστικά μια ευχή:
Όσο αντέχεις ν’ ακούς  το σώμα, μην το χαλάς με σκέψεις.

ΤΟ ΠΕΡΙΤΥΛΙΓΜΑ

Ανοίγει σαν αυλαία το περιτύλιγμα.
Είναι ένα σπάνιο βάζο, άθραυστο.
Γρήγορα έπαψε να το θαυμάζει.
Τον μαγνητίζει μονάχα ό,τι μπορεί να χαθεί.
Μα κανείς δεν τον καταλαβαίνει;
Τον λατρεύουν, λένε, κι όλο άχρηστα δώρα.

ΟΛΑ ΜΙΑ ΖΑΡΙΑ

Πεσμένοι σε τυχερά παίγνια ροκανίζουν το χρόνο
όλα μια ζαριά.

Μονίμως χαμένοι
κι ας βγάζουν πάθη ζωντανά στη φόρα
οι σκοτωμένες τους ώρες.

Κάποτε οι άντρες φόνευαν θηρία.
Αλήθεια, διόλου δεν άλλαξαν.

Και τώρα στα παιχνίδια τους αναζητούν
μιαν ώρα να σημάνει αχτύπητοι πως είναι μια φορά
και το σύμπαν στα χέρια τους.

Πρωτόγονα λατρεύουν μαγικά θηλυκά.
Αγρίμια καθαρόαιμα σαν την ώρα που δε σημαίνει
σαν τη στιγμή που όλο έρχεται.

ΣΚΗΝΙΚΟ ΠΑΘΟΣ

Με δάχτυλα θαυμαστικά και βλέμμα σκοτεινό
γδύσου για να λάμψουν ηθικό και πείνα.
Το σκηνικό πάθος θα ξεγελάσει τη ματαιότητα.
Δε χρειάζεται και πολλή φαντασία.
Απόψε πρωταγωνιστεί μια μνήμη άτρωτη.
Γιατί πάλι θα ξημερώσει πραγματικότητα
και σαν σύζυγοι χλιαρά θα κινηθούμε
στην αγορά, στο φιλικό γεύμα, στη βραδινή συναυλία.

ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΙ

Δε μας αρκεί σκέτη τροφή.
Με ηδύσματα μαλακώνει ο χρόνος
και συνεχώς διψάμε για ιδανικά, τέχνη, αθάνατα φιλιά.
Οι επαίτες στους δρόμους σαν δικοί μας άνθρωποι.
«Γεια σου, συνάδελφε» φώναξα μια μέρα σ’ έναν
αλλά εκείνος με έφτυσε.
Τελείως πωρωμένος. Ήθελε κατευθείαν οβολό.
«Βρε χριστιανέ μου» ψέλλισα «αν ζούσα
στον παράδεισο που νομίζεις, θα μοίραζα δεκάρες;»
Με τόσο λίγη φαντασία απορώ πώς ζούνε μερικοί.

ΤΕΤΟΙΑ ΜΥΑΛΑ

Λαίμαργη σάρκα και όλο ανήσυχο πνεύμα.
Κι εσύ να γοητεύεσαι.
Στο δρόμο σάς βλέπω με τέτοια μυαλά.