Η μέρα κλείνει το μάτι στην αντηλιά.
Θαρρείς πως νόημα σου κάνει
και φεύγεις προς τη θάλασσα.
Μύκονος, είκοσι Ιουλίου χίλια εννιακόσια ενενήντα.
Μια Δευτέρα σχεδόν 30 βαθμοί Κελσίου
και το δωμάτιο δεν απαντά.
Κατ’ αυτό τον τρόπο χάνονται τ’ απρόοπτα;
Και κατ’ αυτόν.
Στο φως της ημέρας και όχι μόνο τη νύχτα
κάτω από τ’ αστέρια μας τα τυχερά.
86.
Το καλοκαίρι της Αιολικής Γης.
Έτσι έμεινε. Το μόνο που έμεινε.
Κάτι σχόλια «πόσο ρομαντικός είσαι»
κάτι τέτοια, ξέρεις πού πηγαίνουν αυτά.
19.
Στις θερινές μου ακρογιαλιές
γκρεμίζει ο χρόνος το ρόδι του.
Ανατριχιάζουν το σώμα ευχές ορμητικές σαν κύματα.
Μεθυσμένες ελπίδες εισορμούν κι εφέτος
στην ιστορία που κινεί τα νήματα.
Λόγια σαν χρησμός, σημειώνεις και υποβάλλεσαι.
22.
Θά ’ρθεις καλοκαίρι –γαλάζιο του Εγγονόπουλου–
να συναντήσεις τουρίστες.
Όπως η θάλασσα φρουρεί το νησί
κι ο ουρανός επιβλέπει
στη χώρα σου πλανώμαι σαν Όμηρος.
Ξεχειλίζει το μεσημέρι κι απελπισμένες εκθέτει σκέψεις.
Παρατάσσω τη γλώσσα μου που διάπυρη πέφτει
στο βάθος χάνεται.
Σε θρυλικές εποχές γυμνός αναμένω τη Ναυσικά.
Καλοκαίρι –γαλάζιο του Εγγονόπουλου–
θα συναντήσεις, όπως φαίνεται, το είδος μου.
Όχι μόνο μνηστήρες.
100.
Το καλοκαίρι με τ’ ακέφαλα σώματα.
Φουσκώνουν, οιονεί τσιχλόφουσκες
και μ’ έναν κρότο πώς καμαρώνουν.
Θα ’ταν ασφαλώς οι προτομές μία επένδυση
αν οι πανηγυρικοί δε χαλούσαν την όψη και τη θέα.