Εκ πρώτης όψεως

της Ζωής Σαμαρά
Διαβάζω, τεύχος 357, Νοέμβριος 1995

Στο εξώφυλλο του «Διαβάζω» το ονοματεπώνυμο του πρωτοεμφανιζόμενου Άγη Μπράτσου και στις σελίδες του περιοδικού η κριτική της Ζωής Σαμαρά για τη συλλογή Prima Vista
Στο εξώφυλλο του «Διαβάζω» το ονοματεπώνυμο του πρωτοεμφανιζόμενου Άγη Μπράτσου και στις σελίδες του περιοδικού η κριτική της Ζωής Σαμαρά για τη συλλογή Prima Vista

Διαβάζω πάντα με δέος το πρώτο λογοτεχνικό έργο ενός νέου συγγραφέα. Ποιος ξέρει; Ίσως κρατώ στα χέρια μου ένα κείμενο (από τη λέξη κείμενος, που σημαίνει «κατατεθειμένος» και συγγενεύει με το κειμήλιον) που περικλείει το σπέρμα του μέλλοντος και θα αναγεννιέται διαρκώς από αναγνώστες δημιουργούς. Με την ποίηση σφίγγουμε, σαν νερό, το μέλλον στα χέρια μας.

Καθώς κατακλυζόμαστε από νέα βιβλία, τείνουμε να προσπερνάμε χωρίς προσοχή το ποίημα του άλλου. Το δικό μας βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο του είναι  μας. Αντιστρέφουμε το μύθο του Αισώπου και κουβαλάμε στην πλάτη -έξω από το πεδίο της όρασής μας- όχι τα ελαττώματά μας, αλλά τα προτερήματα του άλλου.

«Πρωτοτυπία σημαίνει να ανακαλύπτεις τελευταίος», γράφω κάπου. Να εκφέρεις όχι την πρώτη «λέξη» -ποιος ξέρει πότε πρωτο-ειπώθηκε;- αλλά την τελευταία. Να γράφεις και να βάζεις μια μικρή τελεία στη δημιουργία. Να γράφεις έτσι ώστε ο άλλος ποιητής να υποχρεώνεται να ξαναρχίσει από την αρχή. Αχ! Αυτή η αρχή. Μόνο από ένα τέλος μπορεί να γεννηθεί.

Στην ποίηση του Άγη Μπράτσου η τελεία (και το τέλειον) γίνεται αλληγορία της ίδιας μας της ζωής:

Να μη βάλω τελεία. Αποσιωπητικά ταιριάζουν.
Τόσες αναγνώσεις για μια διόρθωση
εκ πρώτης όψεως αμυδρή:
Ένα κόμμα αντί για παύση
θαυμαστικά στη θέση των ερωτηματικών.
Μετατόπιση ελάχιστη, προϊόν μιας ζωής.
Μια ζωή σχεδόν, να σβήσεις  μια παρένθεση (σ. 21)

Λυρική ποίηση με άξονα το εσύ –ένα εσύ άλλοτε γυναίκα-θάλασσα (σ. 10), άλλοτε άνδρας (σ. 34), συχνά ο ίδιος ο ποιητής (σ. 26)- η ποίηση του Άγη Μπράτσου μάς παρασύρει σε θαλασσινό ταξίδι της γραφής, με τον Νάρκισσο-Μέγα Αλέξανδρο να έρχεται αντιμέτωπος με τη γοργόνα-χρόνο (σ. 11). Η συνάντηση δύο ανθρώπων δεν γίνεται πστέ άμεσα, περνά από πλάγιες οδούς, αλλάζοντας προσωπεία:

Εγκλωβίζομαι στο λαβύρινθο, Μινώταυρος ίδιος
καθώς υποδύεσαι την Αριάδνη.
Ευφάνταστη μεταμφίεση
την καθημερινή μας επανάληψη τρομοκρατεί. (σ. 9)

Ναυαγός στον ουρανό (σ. 16), η ποιητική συνείδηση είναι ταυτόχρονα animus και anima, δυναμική και ονειροπόλα, και δημιουργεί ένα αρχετυπικό ανδρόγυνο, γίνεται μια φυγή προς το ολοκληρωμένο είναι, κινείται στο χώρο της υπο-κειμενικότητας, Δεν πρόκειται ωστόσο για λυρισμό που εγκλωβίζεται στην ψυχή του δημιουργού. Το εγώ διασχίζει το χώρο και το χρόνο, γίνεται ο αιώνιος άνθρωπος:

Ανηφορίζεις με το σταυρό σου.
Δε θα ‘χεις πλάι σου δύο ληστές.
Ούτε όχλο τριγύρω. Οι κάμερες τρέχουν στα γήπεδα
στις εκρήξεις βομβών, στα προεδρικά ταξίδια.
Ανηφορίζεις ολομόναχος. (σσ,44-45).

Οι σημειώσεις στο τέλος της συλλογής δίνουν όψη δοκιμίου, μας θυμίζουν ότι ζούμε στον αιώνα της κριτικής και της διακειμενικότητας.

Prima Vista είναι ένα μικρό, όμορφο βιβλίο, με έντονα σημάδια ώριμου ταλέντου, και όχι μόνον «εκ πρώτης όψεως».

Κριτική στο περιοδικό ΝΟΥΜΑΣ για την ποιητική συλλογή «Prima Vista»

ΝΟΥΜΑΣ, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος ’95

Ο γενικός τίτλος της συλλογής, εμπνευσμένος από την τρίτη ενότητα καταγραφών, υποβάλλει την έννοια της επιφανειακότητας, αλλά και της αμεσότητας της πρωταρχικής, οπτικής κυριώτερα εμπειρίας. Οι σημειολογικές ενότητες που αντιστοιχούν σε αυτές τις καταγραφές, σύντομες, ασθματικές κατά κανόνα, εκτρεπόμενες περιπτωσιακά, μάλλον συνειδητά, σε πεζολογικά παραθέματα δεν εγκαταλείπουν ωστόσο την -ποιητικά τουλάχιστον– στοιχειώδη στάση σεβασμού προς το ίδιο το γλωσσικό όργανο και τις -αισθητικές δεσμεύσεις / δυνατότητές του. Άλλωστε ο Α.Μ. δεν διστάζει, μέσα στο κλίμα της ποίησής του να προβεί σε μια ομολογία «πίστης» (παρ.96) που καλύπτει αυτή την πλευρά των κατά τ’ άλλα ριζοσπαστικών προσεγγίσεων του (ο Α.Μ. επιχειρεί εδώ ν’ αποδώσει τον οφειλόμενο χαρακτηρησιολογικό σεβασμό).

Συμπερασματικά λοιπόν, μπορούμε κι έχουμε μια σύγχρονη, ανατρεπτική στην ουσία της και ανορθόδοξη στη διατύπωσή της ποίηση, δίχως να ξεπερνάμε τα όρια εκείνα, που μετατρέπουν την ισχύ της εκφραστικής θεληματικότητας σε αδυναμία, ακόμη σαφέστερα, σε αδυναμία αναγνώρισής της, από ένα μάλλον αιφνιδιασμένο κοινό. Άποψη βέβαια.

ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ I

Πάλιωσες και πια δε φεύγεις.
Κι όλο να βρεις θέλεις ερείσματα.
Ακούγονται θυσίες στη διαπασών.
Με ανάσες θαμπώνεις την ανία.
Σμικρύνονται κάπως οι αποστάσεις.
Μα, όπως καινούριες επιθυμίες ξεχύνονται,
οι σκιές μας φαντάζουν πιο χλομές.
Ευτυχώς θα μείνουν αθέατες.
Γιατί οι άγουροι πόθοι, με την ορμή που έχουν,
βγαίνουν όπως να ’ναι.
Δε χασομερούν σε καθρέφτες.

91.

Καλοτάξιδη ελπίδα, βρήκα στο δρόμο σου
συχνά μια αδέσποτη ευτυχία.
Απ’ αυτό θα πάω. Τ’ άλλα μην τ’ ακούς
και για τούτο λέξη μην πεις.