20.

Τέλος απέμειναν η θάλασσα κι εγώ.
Απρόσιτες βαδίζουν ώρες.
Όπου να ’ναι φτάνει το βράδυ
μηχανικά σαν το πέρα δώθε.
Στη στιγμή αγριεύουν τα νερά, τυλίγουν το πρόσωπο.
Χειρονομώντας ακατάπαυστα, υποδηλώνουν
πως αύριο με τον κόσμο
ως λουόμενος θα γίνω δεκτός.
Τρέπομαι σε φυγή προτού ναυαγήσω
λίγα μέτρα μόλις απ’ την ακτή.
Προτού ναυαγήσω στον ουρανό
που ψάχνει χρώμα για τη δύση του.

6.

Θα στέκεσαι με θερινά ενδύματα
απέναντι στο φως που καταρρέει
και στις εικόνες που ψάχνουν για ένα σου νεύμα.
Δεν υποχωρώ στο παρελθόν
εν ονόματι μιας αναχώρησης
που γδύνεται κάθε στιγμή.
Δεν καταδέχομαι.
Θα στέκομαι μελλοντικός στο έπακρο
διαπιστώσεις παραλείποντας, υπονοούμενα κι ευχές
που αρκούν ως είθισται.
Στον αποχαιρετισμό – ή μάλλον όχι.
Εκεί θ’ απομείνουμε
εσύ χωρίς σκηνικό κι εγώ άνευ προσώπων.

7.

Συνομιλώ με τους καθρέπτες, τα είδωλα.
Άνυδρη περιπλάνηση ταλαιπωρεί παλαιά καλοκαίρια.
Θαλασσόλυκη παράδοση αναφέρει ωστόσο εύγλωττες σκηνές.
Νάρκισσε ακόμα ζεις, η γοργόνα ωρύεται
παριστάνοντας το χρόνο.
Έχεις φύγει χρόνια τώρα
κι άφησες τους μονόλογους ν’ αφρίζουν.
Μόνο μην προσηλυτίσουν κι ως θεολογία εξαπλωθούν.

55.

Αναποδογύρισε κι ο έρωτας.
Τον έχει ήδη ξεβράσει ο καιρός.
Περιττά που είναι στα θρυλικά ταξίδια
τα σύγχρονα μέσα κι οι σωσίβιες λέμβοι.
Κι η Οδύσσεια όραμα
που κρύβει λιγότερα από μια κατάδυση.
Τα μυστικά της θάλασσας δεν είναι πέρα
στους ωκεανούς
αλλά βαθιά στο νερό που μας βρέχει.
Κι αν πιαστούν ανέρχονται ένα ένα.

18.

Χαμόγελα το πλήθος ανεμίζει, φυλλάδια, θαυμασμό.
Ταξιδεύει.
Πολυεθνικό μεσημέρι ξεναγείται στα ερείπια.
Παραμονεύουν ίσκιοι τα περαιτέρω.
Χαρακτήρας θερινός
σημειώνω τ’ ανωτέρω και προχωρώ
στην αναστήλωση ερειπωμένου αισθήματος.
Συλλέγοντας κοχύλια η ψυχή μου βγαίνει στο σφυρί.
Η συγκίνηση βουίζει, μπορεί το πλήθος.
Ό,τι και να ’ναι καταπάνω μου έρχεται.

81.

Δεν έχω ιδέα πού ακριβώς θα καταλήξω.
Έχω υπόψη μου βεβαίως ποιος δεν είμαι τώρα.
Έχω αυτή τη σιγουριά, αυτή την ταξιθέτρια της αγωνίας.

16.

Όνειρο

Αναζητώντας ύφος για την επόμενη πράξη
εκδοχές σωρεύονται και αναμένουν:
θεατές, απόψεις κι εκείνο το εύγε
σαν προέκταση χρονική.
Τελευταία ματιά στον καθρέφτη.
Άπληστο σώμα επιτέλους απηχείς την αποκάλυψη.
Πολυμήχανο, σε οδυνηρούς κατέφυγες θεούς.
Ορμητήριο μύθων, να τοι λοιπόν οι άλλοι
έρχονται, πλησιάζουν, κατέφθασαν.
Λυσσομανούν οι προτιμήσεις κι εκτινάσσονται.
«Είναι η σειρά σου να βγεις», αφυπνίζομαι.
Ξεχάστηκα πάλι και πρέπει να βγω στη σκηνή.

73.

Ο πανδαμάτωρ, σε όλους τους καιρούς ο δεξιοτέχνης
εισχωρεί μέχρι αυτά τα λόγια – το κόκαλο.
Κάθε γραμμή στο έλεός του, κάθε στιγμή στη γραμμή
στην ουρά, αγκομαχούν για μια θέση, έστω όρθιοι.
Ο πανδαμάτωρ συγκατανεύει, σχεδόν τρέχει μαζί τους
τους πιάνει απ’ το σφυγμό, μουντζουρώνει τα πρόσωπα
στα σώματα τέλος κρέμεται σαν κουρέλι.
Ο παναδαμάτωρ, αυτός ο ίδιος, ο προαιώνιος φόβος.

33.

Δεν άλλαξες καθόλου, θάλασσά μου.
Παραμένεις αΐδιον επιχείρημα
αιώνιο όπως λένε όλοι.
Με σημαίες ευκαιρίας ονειρεύομαι πλάι σου
μια αβλαβή διέλευση στη χώρα της επιθυμίας.
Πιάσε γρήγορα το όνειρο πριν έρθει κανείς.

4.

Πεσμένοι απόψε οι σφυγμοί της αντοχής.
Αναστενάζεις μήπως και γίνεις θάλασσα.
Στο θαμπωμένο τζάμι επιθυμίες γλιστρούν.
Ευανάγνωστα γράμματα προεκτείνουν το βλέμμα
στην όψιμη θέα του κόσμου.
Κρυφοκοιτάζεις το μέλλον
άναυδη για το χθες και το σήμερα
που κορυφαία στέκουν.
Ώστε αυτό είναι ο χρόνος, μια θαμπή επιφάνεια.
Απόψε ιδανικά διαγράφει κατ’ απαίτηση
ξεχνώντας όσα μοιάζουν με παραίτηση.
Απόψε τα δάχτυλα αγγίζουν το χρόνο
για ελάχιστο διάστημα
πριν όλα γυρίσουν στο φυσικό τους παράστημα.