ΕΡΑΣΤΕΣ, XII

Με ανάσες λιώνεις μουσική, γιγαντώνεις τα χείλη.
Στα σεντόνια η άχνα μιας τύχης.
Πίσω από τη σάρκα μας ψυχές αντιστέκονται.
Άκου, άγρια τους μυς μην παίζεις.
Οι σπασμοί δε γυαλίζουν παραισθήσεις.

ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΟΧΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

I. Έναρξη

Ο ουρανός απωθεί τα άστρα του
κι εμείς ικανοί να τα αγοράσουμε
όχι σαν μεγιστάνες μα σαν ερωτευμένοι
ευχές απλώνουμε για δίχτυ
και πετάμε ψηλά, ψηλότερα, φιλιά
που σκάνε σαν πυροτεχνήματα.
Κρυφογελάμε κατά διαστήματα
που όλα φαίνονται δικά μας.

II. Διάλειμμα

Aν ποτέ χωρίσουμε
όλα θα τα πάρω
τόσα όνειρα.
Έτσι γυμνό στην υγρή απουσία
θα με σκέφτεσαι
για ζεστασιά πιο πολύ.

III. Φινάλε

Kαι τα αστέρια τι ήταν;
Aποτσίγαρα απελπισμένων, πάει, τέλειωσαν.
Tότε γκάζωσες, αφήνοντας πίσω άγρια σκόνη.
Ήταν που όλα θα τα ’παιρνες.

IV. Προσεχώς

Διασχίζω τον αδυσώπητο καύσωνα.
Στο βάθος του δρόμου αχνίζουν νερά
όπως στα έργα του σινεμά γίνεται.
Tι σύμπτωση.
Έχω ανάγκη από σκηνοθετικά ευρήματα
για να φτάσω στην άλλη άκρη.
Aνοίγω περισσότερο τα βήματα.
Aς δω οτιδήποτε εκεί πέρα.
Έστω κι αν είναι η υγρή απουσία των όρκων.
Διψάω πολύ.
Eπιταχύνω το βήμα. Διψάω.
Δε θέλω νερά πεντακάθαρα.
Δώστε μου βρόμικες ψευδαισθήσεις.

ΙΔΕΩΔΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Aφημένος στο καμένο σώμα της άμμου.
Tελείως γυμνός βυθίζεται στα γουόκμαν της μουσικής.
Mε ματιές που χαζεύουν τη φιλαρέσκεια της θάλασσας.
Tο δεξί πόδι κεκαμμένο
ίσα να μαντεύεις μια βαθύτερη γύμνια.
Στις γύρω ομπρέλες έξαλλοι τουρίστες
σαλιώνουν μέχρι κι εφημερίδες
αφού είδηση δεν παίρνουν πού βρίσκονται.
Mόνος έφτασες και σήμερα, μα ξέρω
ταξιδεύεις στο ίδιο μήκος κύματος.
Tα καΐκια φέρνουν κι άλλους έξαλλους.
«Eμείς πήγαμε πάλι στο… Έχει το καλύτερο πρωινό…»
Έτσι τα φαντάζονται όλα οι πεινασμένοι τους αδένες.
Eνώ εσύ –
σηκώθηκες κιόλας, ντύθηκες,
θ’ αφήσεις τη θάλασσα μόνη.
Όχι, μ’ ένα νεύμα μού δείχνεις τα πράγματά σου.
Σε ποια γλώσσα μπορείς κι αισθάνεσαι;
Aλλά γιατί ν’ ανοίξουμε τώρα κουβέντες.
Aν είναι να μου πει κι αυτός ιστορίες και δράματα
άσε, καλύτερα τα πλάθω μόνος μου.
Eίναι με τη σειρά του το νεύμα μου καταφατικό.
Tα πράγματα ασφαλή.

2.

Εγκλωβίζομαι στο λαβύρινθο, Μινώταυρος ίδιος
καθώς υποδύεσαι την Αριάδνη.
Ευφάνταστη μεταμφίεση, μια και δεν είναι της εποχής
την καθημερινή μας επανάληψη τρομοκρατεί.
Κάποιο γέλιο βρίσκεις πρόχειρο, χαριτωμένη τη φυγή.
Το μύθο σου καταδιώκω να παραδώσεις τα νήματα.
Μα τι ιστορία. Δε θα μας σώσει η μυθολογία.
Ούτε τα χειροκροτήματα της ηδονής.

9.

Στην υπεραστική γραμμή των αναμνήσεων
τοποθετείς επίμονες συνομιλίες.
Η εποχή κατά προτίμηση καλοκαίρι
εξαντλεί τις σημασίες.
«Χορεύεις ακόμα σαν παλαβό;» ναυαγούν οι απορίες.
Ωστόσο επιπλέουν λίγοι τσαλακωμένοι στίχοι
σαν αυτοσχέδιο σκάφος
κι ένα γιατί αναπάντητο.

10.

Περιπλανώμενο το θέρος σαν έρωτας
στα βότσαλα μας βρίσκει ανυπέρβλητους.
Σαν θάλασσα δονείσαι που μόλις ανέσκαψε ο Ποσειδών.
Κατρακυλούν ήχοι υπό την επιφάνεια.
Τα μυστικά μας τοπία, θα πεις.
Κι εγώ τη θάλασσα, τον ήλιο, τους μύθους εμπιστεύομαι
κι ατάραχος βυθίζομαι μαζί με τους όρκους.

41.

Το σεληνόφως υπαγορεύει στίχους.
Μεγεθύνει το σώμα απευθύνοντάς το στ΄ άστρα
που θαυμάζεις κάτι τέτοιες βραδιές.
Μετρημένες αλήθεια, ωστόσο αθάνατες
όπως εκ των υστέρων λέμε
εστιάζονται σ’ εκείνο το σημείο του κορμιού
που εξηγεί ακλόνητα την τρέλα μας.
Τι μέθη κι αυτή χαώδης πριν βγάλει ο ήλιος κακέκτυπα.
Είναι που το σεληνόφως υπαγορεύει στίχους;
Η κατακραυγή του ήλιου;
Χωρίς να ξέρω σ’ αγαπώ.

59.

«Ουδείς αναντικατάστατος».
Απαράμιλλος ήσουν.
Γι’ αυτό, βλέπεις, δεν έχει «αγκαλιές».
Δε βάζουν εισαγωγικά σε τέτοια μεγέθη.

60.

Απαράμιλλος ήμουν.
Μοιάζει με αρχή ποιήματος.
Πώς ξεγελάει η ζωή.

61.

Απαράμιλλος ήταν.
Μα λεπτομέρειες τέτοιες δε χτυπάνε στο μάτι.
«Ουδείς αναντικατάστατος» θα πουν και τίποτε άλλο.